Στο Στόχο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ο.Η.Ε. για μείωση κατά 50% των παραγόμενων απορριμμάτων τροφίμων έως το 2030, Ρόλο-κλειδί έχει η βιομηχανία τροφίμων. ολοένα και περισσότερες εγχώριες επιχειρήσεις εντάσσονται στην προσπάθεια για μείωση της σπατάλης τροφίμων, όπως μαρτυρά η 2η Έκθεση – Απολογισμός της «Συμμαχίας για τη Μείωση της Σπατάλης Τροφίμων».
Σε παγκόσμιο επίπεδο, κάθε χρόνο πετιούνται ή χάνονται περίπου 1,6 δισ. τόνοι φαγητού, αξίας 1,2 τρισ. δολάρια, που αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής τροφίμων. Σε χώρες υψηλού εισοδήματος, η σπατάλη τροφίμων αγγίζει τους 670 εκατ. τόνους, οι οποίοι αντιστοιχούν σε 680 δισ. δολάρια, ενώ στις αναπτυσσόμενες, 630 εκατ. τόνους που αναλογούν σε 310 δισ. ευρώ.
Και αν αυτά τα νούμερα δεν προκαλούν δέος, θα πρέπει να αναφέρουμε πως η ετήσια σπατάλη τροφίμων αναμένεται, έως το 2030, να ξεπεράσει τους 2,1 δισ. τόνους φαγητού, αξίας 1,5 τρισ. δολαρίων. Τη στιγμή που περισσότεροι από 690 εκατ. άνθρωποι (περίπου το 8,9% του παγκόσμιου πληθυσμού) κοιμούνται κάθε βράδυ νηστικοί και 9 εκατ. άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από ασιτία.
Στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, σημαντικά επίπεδα απωλειών τροφίμων συμβαίνουν πριν από τη συγκομιδή και κατά τη μετασυλλεκτική επεξεργασία, εξαιτίας των ανεπαρκών υποδομών, του χαμηλού επιπέδου τεχνολογίας, της περιορισμένης γνωστικής βάσης και της έλλειψης επενδύσεων στην παραγωγή. Οι απώλειες τροφίμων τείνουν, επίσης, να προκαλούνται από διαχειριστικούς και τεχνικούς περιορισμούς στη συγκομιδή, την αποθήκευση, τη μεταφορά, τη μεταποίηση, τη συσκευασία και την εμπορία. Οι μεγαλύτερες απώλειες σημειώνονται στους κλάδους της γεωργικής και αλιευτικής παραγωγής και μεταποίησης. Η αβεβαιότητα σχετικά με τις καιρικές συνθήκες, τις συνθήκες της αγοράς και τα αδύναμα θεσμικά πλαίσια, αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στις απώλειες.
Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η σπατάλη τροφίμων προκαλείται κυρίως από τη συμπεριφορά των καταναλωτών και τις οικονομικές αποφάσεις, καθώς και από πολιτικές και κανονισμούς που σχετίζονται με άλλους τομείς. Για παράδειγμα, οι αγροτικές επιδοτήσεις δύναται να ενθαρρύνουν την παραγωγή πλεονασματικών καλλιεργειών τροφίμων. Αυτή η πλεονάζουσα παραγωγή συμβάλλει στη συγκράτηση των τιμών, αλλά προκαλεί, επίσης, λιγότερη προσοχή στη σπατάλη τροφίμων, τόσο από τους εμπλεκόμενους φορείς της αλυσίδας αξίας, όσο και από τους καταναλωτές.
Σπατάλη τροφίμων προκαλείται συχνά από τους λιανοπωλητές και τους καταναλωτές που πραγματοποιούν υπερβολικές αγορές και στη συνέχεια πετούν απλώς τα απολύτως βρώσιμα τρόφιμα. Επιπλέον, τα πρότυπα ασφάλειας και ποιότητας των τροφίμων μπορεί να απομακρύνουν από την αλυσίδα εφοδιασμού τρόφιμα που εξακολουθούν να είναι ασφαλή για κατανάλωση. Σε επίπεδο καταναλωτών, ο ανεπαρκής προγραμματισμός των αγορών και η μη χρήση των τροφίμων πριν από την ημερομηνία λήξης τους συμβάλλουν επίσης στη σπατάλη τροφίμων. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των απορριμμάτων παράγεται στο τελικό στάδιο της αλυσίδας αξίας. Τα νοικοκυριά είναι υπεύθυνα για το 53% των απορριμμάτων τροφίμων (46,5 εκατ. τόνοι), η μεταποίηση των τροφίμων για το 19% (16,9 εκατ. τόνοι), η εστίαση για το 12% (10,5 εκατ. τόνοι) και το εμπόριο τροφίμων για το υπόλοιπο 5% (4,6 εκατ. τόνοι).
Καλές πρακτικές
Η σπατάλη τροφίμων μάς αφορά όλους λοιπόν. Σε κάθε στάδιο της αλυσίδας, από το χωράφι έως και το πιάτο μας. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτής της σπατάλης, δημιουργήθηκε η «Συμμαχία για τη Μείωση Σπατάλης Τροφίμων» στην Ελλάδα. Μια πρωτοβουλία της οργάνωσης Μπορούμε και της ΑΒ Βασιλόπουλος, η οποία συνεχώς διευρύνεται και αποκτά πολλαπλασιαστική δυναμική.
Στόχος όλων των μελών να ευαισθητοποιηθεί η κοινότητα για να μειωθεί η σπατάλη. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο τα ελληνικά νοικοκυριά πετούν πάνω από 1.000.000 τόνους τρόφιμα. Με απλά λόγια κάθε πολίτης στην Ελλάδα πετά κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 98,2 κιλά τρόφιμα, εκ των οποίων τα μισά θα μπορούσαν να καταναλωθούν με ασφάλεια. Την ίδια στιγμή 1,4 εκατ. άτομα ή το 12,9% του πληθυσμού είναι αντιμέτωπα με επισιτιστική ανασφάλεια, ενώ η χώρα βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ορθή κατανόηση (μόλις 22% των πολιτών) της ένδειξης «ημερομηνία ανάλωσης κατά προτίμηση πριν από» (best before date) ενώ ειναι διπλάσιο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε., το ποσοστό των Ελλήνων καταναλωτών που θα πετούσαν ένα τρόφιμο μετά την παρέλευση της «ημερομηνίας ανάλωσης κατά προτίμηση πριν από», ανεξαρτήτως εάν το τρόφιμο δείχνει ασφαλές.
Σύμφωνα με την κυρία Αλεξία Μαχαίρα, υπεύθυνη εταιρικής επικοινωνίας και υπευθυνότητας της ΑΒ Βασιλόπουλος, η αλυσίδα παρακολουθεί τις εσωτερικές της διαδικασίες προκειμένου να μπορέσει να μειώσει περαιτέρω τη σπατάλη τροφίμων. Η ίδια επεσήμανε ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να μάθουν να διαβάζουν καλύτερα τις ενδείξεις για τις ημερομηνίες λήξης και προτεινόμενης κατανάλωσης των κοντόληκτων τροφίμων, καθώς πολλοί είναι αυτοί που νομίζουν ότι πρέπει να πετάξουν ένα προϊόν μετά την αναγραφόμενη ημερομηνία, χωρίς καν να το δοκιμάσουν.
Με την κυρία Βάσω Παπαδημητρίου, Γενική Διευθύντρια του ΣΕΒΤ να αναφέρει πως η στρατηγική επιλογή του Συνδέσμου και της βιομηχανίας τροφίμων, είναι η εφαρμογή ενεργειακά αποδοτικών τεχνολογιών, η αύξηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η πρόληψη της σπατάλης των τροφίμων και η βελτιστοποίηση των συσκευασιών, που χρησιμοποιούνται στα προϊόντα διατροφής. Στόχος είναι όπως ανέφερε η ίδια η μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, η παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων διατροφής με βελτιωμένα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και προστιθέμενη αξία και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου, μέσα από πιο βιώσιμα συστήματα παραγωγής. Από την πλευρά του ο Ίων Προκόπης, ιδρυτής της NO WASTE TECHNOLOGIES, του πρώτου εξειδικευμένου marketplace κατά της σπατάλης, στο περσινό συνέδριο της Boussias είχε σημειώσει πως στην Ευρώπη το 10% της σπατάλης οφείλεται σε date marking και αυτό το ποσοστό μεταφράζεται σε 8,8 εκατομμύρια τόνους τροφίμων, ενώ στην Ελλάδα μόλις το 22% των καταναλωτών γνωρίζει τη σημασία της σήμανσης best before.
Eπενδύσεις σε παραγωγή και R&D
Κατά την 2η Έκθεση – Απολογισμός της «Συμμαχίας για τη Μείωση της Σπατάλης Τροφίμων» για το έτος 2021, καταγράφονται προγράμματα και δράσεις που υλοποίησαν μέλη της Συμμαχίας κατά το 2021, μεταξύ των οποίων οι Γευσήνους, Eurocatering, ΔΕΛΤΑ, Μύλοι Λούλη, Kafea Terra, Nestle Ελλάς, Barilla, Elbisco SA, Upfield Hellas αλλά και σύνδεσμοι όπως οι ΣΥΒΙΠΥΣ, ΣΕΒΤ, Ελληνική Ένωση Βιομηχανιών Ψύχους & Logistics κ.α.
Ενδεικτικά, στο κομμάτι της παραγωγής, στην Γευσήνους ΑΒΕΕ γίνεται καθημερινή καταμέτρηση των παραγόμενων οργανικών απορριμάτων στις μονάδες παραγωγής, η οποία επεκτάθηκε σε όλα τα σημεία δραστηριοποίησης εντός του 2021. Στο πλαίσιο αυτό, δρομολογεί εξειδικευμένες δράσεις σε επίπεδο ροής κατηγοριών τροφίμων (πχ. Απορρίμματα καφέ, ελαίων κτλ.) ώστε να μπορεί κάθε μία να αξιοποιηθεί στο βέλτιστο βαθμό. Παράλληλα, στο κομμάτι της έρευνας και ανάπτυξης, αναπτύσσει και ενσωματώνει στην λειτουργία της νέες τεχνολογίες παραγωγής, συσκευασίας και ελέγχων, με σκοπό την αύξηση του χρόνου ζωής των προϊόντων.
Από πλευράς της η Eurocatering ΑΕ, έχει πετύχει μείωση της σπατάλης τροφίμων κατά 22% τα περασμένα 3 έτη, ενώ από το 2016 έχει διασώσει 85 τόνους φρούτων και λαχανικών. Με την προσθήκη 2ης παραγωγικής μονάδας στη Λιβαδειά, με νέες γραμμές και ανάπτυξη παραγωγικότητας, καλύπτει πάνω από το 40% της ημερήσιας παραγωγής της. Παράλληλα, η εταιρεία αποστέλλει οργανικά απόβλητα για κομποστοποίηση- τα τελευταία 4 έτη έχει διαθέσει πάνω από 6.000 τόνους σε αδειοδοτημένους αποδέκτες για επεξεργασία και κομποστοποίηση. Παράλληλα, διαθέτει πολλά από τα προϊόντα της σε ατομικές συσκευασίες, δίνοντας στον καταναλωτή τη δυνατότητα να συμβάλει στην καλύτερη διαχείριση της διατροφής του και την πρόληψη σπατάλης.
Το παράδειγμα της Ισπανίας
Η Ισπανία σκοπεύει να καταπολεμήσει τη σπατάλη τροφίμων, μ΄ ένα νομοσχέδιο που ορίζει αυστηρά πρόστιμα για τα σούπερ μάρκετ που πετάνε τα περισσεύματά τους και απαιτεί από τα μπαρ και τα εστιατόρια να προσφέρουν χάρτινες σακούλες, ώστε οι πελάτες να μπορούν να πάρουν τα αποφάγια τους στο σπίτι.
Ο στόχος του νομοσχεδίου, που εγκρίθηκε στις αρχές Ιουνίου από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ισπανίας, είναι να μειωθεί ο αριθμός των 1.300 τόνων τροφίμων που σπαταλούνται ετησίως σε ολόκληρη τη χώρα, δήλωσε ο Λουίς Πλάνας, υπουργός Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων της Ισπανίας. Αυτός ο αριθμός ισοδυναμεί με 31 κιλά ανά άτομο. Η νομοθεσία θα ψηφιστεί στο κοινοβούλιο για έγκριση και η κυβέρνηση ελπίζει να έχει τεθεί σε ισχύ ο νέος νόμος μέχρι τις αρχές του 2023. Ακολουθεί το παράδειγμα παρόμοιων προσπαθειών στη Γαλλία και την Ιταλία.
Ο Πλανάς περιέγραψε τη νομοθεσία ως ένα «πρωτοποριακό νομικό μέσο» που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις ανεπάρκειες στην τροφική αλυσίδα και να περιορίσει το επακόλουθο οικονομικό, ηθικό και περιβαλλοντικό κόστος. «Σε έναν κόσμο όπου δυστυχώς η πείνα και ο υποσιτισμός εξακολουθούν να υπάρχουν, η σπατάλη τροφίμων βαραίνει τη συνείδηση όλων», είπε.
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει επίσης μέτρα που θα αναγκάσουν τα σούπερ μάρκετ και τα εστιατόρια να συνεργαστούν με τις συνοικιακές οργανώσεις και τις τράπεζες τροφίμων για τον περιορισμό της σπατάλης. Οι μεγαλομεσαίες επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην τροφική αλυσίδα θα πρέπει να υποβάλουν σχέδια για την πρόληψη της σπατάλης, με προτεραιότητα τη δωρεά τροφίμων πριν από την ημερομηνία λήξης τους.
Στην περίπτωση των υπερώριμων φρούτων, το νομοσχέδιο προτείνει τη μετατροπή τους σε προϊόντα όπως μαρμελάδες ή χυμούς. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ζωοτροφές ή για παραγωγή λιπασμάτων και βιοκαυσίμων.
Τα εστιατόρια θα πρέπει επίσης να παρέχουν χάρτινες σακούλες στους πελάτες τους για να πάρουν στο σπίτι τους το φαγητό που δεν έχουν φάει, σε μια προσπάθεια να επιβάλουν μια πρακτική που όπως και στην Ελλάδα, δεν συνηθίζεται στην Ισπανία.
Οι εταιρείες που παραβιάζουν τη νομοθεσία ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόστιμα έως και 60.000 ευρώ ή έως και 500.000 ευρώ για κατά συρροήν παραβάτες.
Μια πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ ανέφερε ότι σχεδόν 1 δισεκατομμύριο τόνοι φαγητού χάνονται παγκοσμίως κάθε χρόνο, ενώ δισεκατομμύρια άνθρωποι πεινούν ή δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά μια υγιεινή διατροφή. Η σπατάλη τροφίμων συνδέεται με περίπου το 10% των εκπομπών που προκαλούν την κλιματική έκτακτη ανάγκη.