Την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας εν μέσω της αβεβαιότητας για την πορεία της πανδημίας και νέων εστιών κινδύνου αναλύει η νέα μελέτη που έδωσε στη δημοσιότητα η διαΝΕΟσις.
Η μελέτη καταδεικνύει ότι, κατά την πανδημική κρίση η βιομηχανία, εν αντιθέσει με όλους τους υπόλοιπους κλάδους, παρουσίασε αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της κατά 7,5%. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, αποτελεί ένα περίεργο γεγονός, τονίζει η μελέτη, σε μια περίοδο με περιορισμούς στην εργασία, παύσεις στην παραγωγική διαδικασία και διαταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Εξετάζοντας όμως τη μεταβολή, γίνεται προφανές ότι οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μεγάλη θετική μεταβολή που είχε η ΑΠΑ της ομάδας των πετρελαιοειδών, πλαστικών, ελαστικών και άλλων μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων, η οποία αυξήθηκε κατά 98,5% ή €3,3 δισ. σε σταθερές αξίες 2015. Η αύξηση αυτή, με τη σειρά της, οφείλεται στην ισόποση αύξηση της ΑΠΑ των πετρελαιοειδών προϊόντων σε σταθερές τιμές (+163,5%). Οι πολύ μικρές αυξήσεις στην ΑΠΑ των τροφίμων, ποτών και ειδών καπνού και των χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων συνεισφέρουν πολύ μικρό μέρος της συνολικής μεταβολής. Εξαιρουμένου του κλάδου των πετρελαιοειδών, η συνολική ΑΠΑ της εξ υπολοίπου βιομηχανίας είχε το 2020 μια οριακά θετική πραγματική μεταβολή της τάξεως του 0,9%.

Είναι σημαντικό, όπως επισημαίνει η διαΝΕΟσις, αυτή η μεταβολή να ενισχυθεί μέσω χρηματοδοτικών πόρων και οριζόντιων δράσεων που αίρουν χρόνιες παθογένειες και αφορούν κυρίως στην ξεκάθαρη χωροταξική ταξινόμηση και το σαφές περιβαλλοντικό καθεστώς, στην αποτελεσματική λειτουργία του κράτους δικαίου, ιδιαίτερα σε ζητήματα ιδιοκτησιακών και συναλλακτικών δικαιωμάτων, στη διαφανή εποπτεία της αγοράς, στα επαρκή και ανταγωνιστικά δίκτυα ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών, στο σταθερό φορολογικό και εργασιακό περιβάλλον.