Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα είναι καίρια για την επίτευξη της οικονομικής ανεξαρτησίας και της βιωσιμότητας της Ευρώπης, σε μια εποχή όπου οι παγκόσμιες προκλήσεις γίνονται όλο και πιο επιτακτικές.
H Ευρώπη πρέπει επειγόντως να επαναφέρει την παραγωγική δυναμικότητά της (για την παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών) στα προ κρίσης επίπεδα, είπε πριν από λίγες ημέρες ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, επικεφαλής του γνωστού ομίλου και πρόεδρος του ευρωπαϊκού συνδέσµου Eurometaux.
Σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις της Eurometaux, η επίτευξη των στόχων της Ε.Ε. για τις πρώτες ύλες το 2030 -όπως εξειδικεύονται στην Πράξη CRM- προϋποθέτει τη δημιουργία τουλάχιστον 10 νέων ορυχείων, 15 μονάδων επεξεργασίας και 15 μονάδων ανακύκλωσης στην Ευρώπη, που οφείλει επίσης να ξεκινήσει τη χρηματοδότηση διεθνών έργων εξόρυξης, να λάβει μέτρα για την αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης και να αντιμετωπίσει το έλλειμμα δεξιοτήτων στον τομέα των πρώτων υλών.
Σήμερα, υπό σχεδιασμό βρίσκονται πάνω από 70 έργα εξόρυξης, επεξεργασίας και ανακύκλωσης. Εάν η πλειονότητά τους τεθεί σε λειτουργία έως το 2030, η Ευρώπη, σύμφωνα με την Eurometaux, θα μπορούσε να επιτύχει ορισμένα ή όλα τα ορόσημα για το λίθιο, το χαλκό, το αλουμίνιο, το νικέλιο, το κοβάλτιο και το πυρίτιο. Για άλλες πρώτες ύλες, όπως τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου, βασική προτεραιότητα αποτελεί η ενίσχυση της υφιστάμενης βάσης και των εμπορικών δεσμών της Ευρώπης. Και σε αυτό το πεδίο όμως, σύμφωνα με τον Ευάγγελο Μυτιληναίο, απαιτούνται νέα έργα, από τις σπάνιες γαίες έως το γάλλιο και το γερμάνιο.
Έως τώρα, όμως, για ελάχιστα έργα έχουν ληφθεί τελικές επενδυτικές αποφάσεις, ιδίως μετά την επιδείνωση των επιχειρηματικών συνθηκών στην Ε.Ε. τα τελευταία τρία χρόνια, κυρίως λόγω του υψηλού ευρωπαϊκού ενεργειακού κόστους, του αυξανόμενου ρυθμιστικού φόρτου και των επιδοτήσεων που παρέχονται στους επενδυτές σε άλλες ανταγωνιστικές περιοχές.
Χάλυβας χαμηλών εκπομπών άνθρακα
O Ευάγγελος Μυτιληναίος δεν είναι ο μόνος που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην Ευρώπη. Η EUROFER AISBL που αντιπροσωπεύει το σύνολο της παραγωγής χάλυβα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πριν από λίγες ημέρες κατέστησε σαφές πως μέλλον μιας ισχυρής και ανθεκτικής ΕΕ μπορεί να σφυρηλατηθεί μόνο με χάλυβα που κατασκευάζεται στην Ευρώπη. Ο ευρωπαϊκός τομέας χάλυβα, όπως αναγνωρίζεται από την Επιτροπή, είναι ο πρωτοπόρος στην απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές σε παγκόσμιο επίπεδο, με περίπου 60 έργα χαμηλών εκπομπών άνθρακα από τα 80 που έχουν προγραμματιστεί παγκοσμίως. Ωστόσο, οι ανάγκες σε κεφαλαιακές επενδύσεις ανέρχονται σε 31 δισ. ευρώ και οι λειτουργικές δαπάνες σε 54 δισ. ευρώ, συνολικά 85 δισ. ευρώ. Όμως, η ηγετική θέση της βιομηχανίας χάλυβα της ΕΕ στον αγώνα για το καθαρό μηδέν τίθεται σε κίνδυνο από τις τιμές ενέργειας που είναι 4 έως 6 φορές υψηλότερες από αυτές που πληρώνουν οι ανταγωνιστές της Ευρώπης, μια παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα άνω των 600 εκατ. τόνων, με επιπλέον 150 εκατ. τόνους να προγραμματίζονται μόνο τα επόμενα τρία χρόνια, κρατικές επιδοτήσεις, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που στρεβλώνουν τους διεθνείς όρους ανταγωνισμού και με άνιση φιλοδοξία για το κλίμα σε σύγκριση με ελκυστικά κίνητρα απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές σε διάφορες περιοχές του κόσμου.
«Καλούμε την Επιτροπή και τους φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΕ να ακολουθήσουν την πορεία του διαλόγου με τη βιομηχανία χάλυβα και να δημιουργήσουν επειγόντως τις κατάλληλες συνθήκες που θα επιτρέψουν τη μετάβαση. Είναι προς το στρατηγικό συμφέρον της ΕΕ να διασφαλίσει ότι ο χάλυβας χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα κατασκευάζεται στην Ευρώπη», δήλωσε πρόσφατα ο Axel Eggert, Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χάλυβα (EUROFER).
Η συνεχιζόμενη οικονομική αβεβαιότητα αναμένεται να συνεχίσει να επηρεάζει την ανάπτυξη της αγοράς χάλυβα τα επόμενα τρίμηνα. Παρά το γεγονός ότι η βιομηχανία της ΕΕ έχει αποδειχθεί αρκετά ανθεκτική μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2023, το υπόλοιπο του 2023 χαρακτηρίστηκε από έναν επιδεινούμενο συνδυασμό αβεβαιοτήτων στις τιμές της ενέργειας, αδύναμη ζήτηση, πληθωρισμό, γεωπολιτικές εντάσεις και οικονομικές προκλήσεις λόγω των υψηλών επιτοκίων.
Ενώ η παραγωγή αυξήθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο (+3%) το 2022, η ανάπτυξη SWIP για το 2023 επιβραδύνθηκε (+0,7%, ελαφρώς λιγότερο από ό,τι είχε εκτιμηθεί προηγουμένως, +0,6%), αν και με μεγάλες διαφορές μεταξύ των επιμέρους οικονομιών της ΕΕ και βιομηχανικούς τομείς.
Για τη φετινή χρονιά, η ανάπτυξη των τομέων που χρησιμοποιούν χάλυβα προβλέπεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω (+0,2%, αναθεωρημένη προς τα κάτω από +0,4%), κυρίως λόγω της δεύτερης κατά σειρά ύφεσης στον κατασκευαστικό τομέα στην Ευρώπη όχι στην Ελλάδα, προτού επιταχυνθεί μέτρια (+1,5%) το 2025.
Η ελληνική πραγματικότητα
Όσον αφορά στη εγχώρια ζήτηση χαλυβουργικών προϊόντων, η περαιτέρω επιτάχυνση των -ήδη υψηλών- ρυθμών αύξησης της κατασκευαστικής δραστηριότητας ενίσχυσε τη ζήτηση χαλύβων οπλισμού σκυροδέματος, γεγονός που επέδρασε θετικά στον όγκο πωλήσεων των εγχώριων εταιρειών του κλάδου.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, (αφορούν την περίοδο 2021-2022) το σύνολο των επενδύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα για το έτος 2022 κατέγραψε άνοδο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Ετήσιας Έρευνας στη Βιομηχανία Σιδήρου και Χάλυβα, έτους 2022, οι επενδύσεις ανήλθαν σε 12,4 εκατ. ευρώ, έναντι 9,7 και 10,6 εκατ. ευρώ τα έτη 2021 και 2020 αντίστοιχα.
Παράλληλα, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα για το έτος 2022, σε σύγκριση με την αντίστοιχη κατανάλωση του έτους 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 0,9%. Αύξηση κατά 14,1% είχε σημειωθεί κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 με το 2020.
Επίσης, το σύνολο των απορριμμάτων προς χρήση στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα για το έτος 2022, σε σύγκριση με το αντίστοιχο σύνολο του έτους 2021, παρουσίασε αύξηση κατά 11,2%. Αύξηση κατά 21,4% είχε σημειωθεί κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 με το 2020.
Επιπλέον, το σύνολο των απορριμμάτων που καταναλώθηκε στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα για το έτος 2022, σε σύγκριση με το αντίστοιχο σύνολο του έτους 2021, παρουσίασε αύξηση κατά 2,6%. Αύξηση κατά 13,9% είχε σημειωθεί κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 με το 2020.
Το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς σιδήρου και χάλυβα υπολογίστηκε σε 1.568,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 και προβλέπεται να ξεπεράσει τα 2.471,25 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2032, καταγράφοντας ετήσια ανάπτυξη 4,7% έως το 2032.
Τα θεμελιώδη μεγέθη επιδεινώνονται
Σύμφωνα με έρευνα της EY, πέντε είναι οι προκλήσεις για την εξορυκτική βιομηχανία. Οι πρακτικές περιβαλλοντικής διαχείρισης, σχέσεων με την κοινωνία και την εταιρική διακυβέρνηση (ESG), η εξασφάλιση κεφαλαίων, η κοινωνική άδεια λειτουργίας, η κλιματική αλλαγή, η ψηφιακή καινοτομία. Με βάση τη μελέτη STRADE που χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέδειξε ότι η εγχώρια παραγωγή ορυκτών είναι χαμηλή σε σύγκριση με την εγχώρια κατανάλωση. Στην ίδια μελέτη προσδιορίζονται τρεις βασικές προκλήσεις για τους επενδυτές και τους φορείς εξόρυξης στην ΕΕ: η πρόσβαση στα γεωλογικά δεδομένα και η ποιότητα δεδομένων, το δικαίωμα στην εξόρυξη και ασφάλεια της μεταλλειοκτησίας, η κρατούσα αντίληψη για την εξόρυξη στην ΕΕ. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η πολυπλοκότητα και, ενίοτε, η υπερβολικά μακρά διάρκεια των εθνικών διαδικασιών αδειοδότησης υπονομεύουν την ασφάλεια των επενδύσεων, η οποία είναι αναγκαία για την αποτελεσματική ανάπτυξη έργων πρώτων υλών στρατηγικής σημασίας. Επομένως, για τη διασφάλιση της επιτάχυνσης της αποτελεσματικής υλοποίησής τους, η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόζει εξορθολογισμένη και προβλέψιμη διαδικασία αδειοδότησης για τα στρατηγικά έργα. Οι εθνικές διαδικασίες αδειοδότησης οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα έργα πρώτων υλών είναι ασφαλή, προστατευμένα και συμμορφώνονται με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις, καθώς και με τις απαιτήσεις ασφάλειας.
Εν τω μεταξύ, η Morgan Stanley σε πρόσφατο report της αναφέρει πως το σιδηρομετάλλευμα έχει πέσει κοντά στα 100 δολάρια/τόνο, αφού υποχώρησε από πάνω από 140 δολάρια/τόνο στην αρχή του έτους «λόγω εποχιακών παραγόντων προσφοράς/ζήτησης, όπως η αναμενόμενη μέτρια ανάκαμψη της κινεζικής κατασκευαστικής δραστηριότητας τον Απρίλιο-Μάιο και περιορισμένη προσφορά από την Αυστραλία και τη Βραζιλία». Μάλιστα ο οίκος θεωρεί ότι οι τιμές των μετοχών αποτιμώνται πλέον σε τιμές εμπορευμάτων πολύ κάτω από τις προβλέψεις τόσο των spot όσο και των μακροπρόθεσμων προβλέψεων.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι προβλέψεις τις ING. Για το χαλκό η ING αναφέρει πως οι τιμές του ξεπερνούν τα 9.000 δολ./τόνο. Η άνοδος στη ζήτηση οφείλεται στα ηλεκτρικά οχήματα (EV) και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Ενώ οι παραδοσιακοί παράγοντες της ζήτησης, όπως τα ακίνητα και οι κατασκευές, αντιμετωπίζουν αντίθετους ανέμους, η ζήτηση από τον τομέα της πράσινης ενέργειας συνεχίζει να αυξάνεται και το σιδηρομετάλλευμα δεν επωφελείται από αυτό» σημειώνει η ING.
Αυτή η απόκλιση είναι πιθανό να βαθύνει καθώς η οικονομία της Κίνας υφίσταται μια σημαντική μετάβαση προς την «ανάπτυξη υψηλής ποιότητας» και το Πεκίνο επιδιώκει νέους μοχλούς ανάπτυξης σε τομείς όπως η καθαρή ενέργεια και η μεταποίηση υψηλής τεχνολογίας. Ο τομέας ακινήτων δημιουργεί το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης χάλυβα, αλλά μέχρι στιγμής έχουν υπάρξει ελάχιστα σημάδια μαζικής δημοσιονομικής τόνωσης από το Πεκίνο στους τομείς των κατασκευών και των ακινήτων. Φαίνεται περισσότερο εστιασμένο στους «νέους τρεις» κινητήριους μοχλούς ανάπτυξης: EV, μπαταρίες και ηλιακούς συλλέκτες.
Ο χαλκός χρησιμοποιείται σε οτιδήποτε, από ηλεκτρικά μέχρι ανεμογεννήτριες και ηλεκτρικά δίκτυα. Στα ηλεκτρικά οχήματα, ο χαλκός είναι ένα βασικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικούς κινητήρες, μπαταρίες και καλωδιώσεις, καθώς και σε σταθμούς φόρτισης. Δεν έχει υποκατάστατο για τη χρήση του στα ηλεκτρικά οχήματα, την αιολική και την ηλιακή ενέργεια και η απήχησή του στους επενδυτές ως βασικό πράσινο μέταλλο θα συνεχίσει να υποστηρίζει υψηλότερες τιμές τα επόμενα χρόνια.
Πέρυσι, η αυξανόμενη ζήτηση για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Κίνα ήδη αντιστάθμισε την ύφεση από τους πιο παραδοσιακούς τομείς, όπως η αγορά ακινήτων, και αναμένεται ότι αυτή η μετατόπιση στη ζήτηση θα συνεχιστεί και φέτος.
Η σχέση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και χαλκού
Η άνοδος των τιμών του χαλκού οφείλεται επίσης σε απροσδόκητους περιορισμούς στην προσφορά, ιδίως στο κλείσιμο του πρώτου ορυχείου Quantum του Καναδά στον Παναμά. Το ορυχείο χαλκού Cobre Panama ήταν μια από τις μεγαλύτερες πηγές χαλκού στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1,5% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, στο πλαίσιο της διάσκεψης COP28 για την κλιματική αλλαγή, περισσότερες από 60 χώρες δεσμεύτηκαν να τριπλασιάσουν τη δυναμικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, μια κίνηση που θα έχει ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στη ζήτηση του χαλκού.
Η αυξανόμενη ζήτηση λόγω της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια και η πιθανή πτώση του δολαρίου ΗΠΑ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024 θα ωθήσει τις τιμές του χαλκού σε υψηλότερα επίπεδα, σύμφωνα με έκθεση της BMI, μιας ερευνητικής μονάδας της Fitch Solutions.
Καθώς η Ευρώπη προχωρά προς μια πιο βιώσιμη και τεχνολογικά προηγμένη οικονομία,η βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα παραμένει στο επίκεντρο αυτής της μετάβασης.