Με τις επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια να φτάνουν τα 2 δισ. δολάρια φέτος -μόλις λιγότερο από το μισό του απαραίτητου ποσού των 4,5 δισ. δολαρίων ετησίως-, η πράσινη μετάβαση απαιτεί μια πλήρη αναμόρφωση των παγκόσμιων συστημάτων.

Οι παγκόσμιες επενδύσεις σε καθαρές τεχνολογίες μπορεί να αυξάνουν, ωστόσο είναι λιγότερες από το μισό του εκτιμώμενου ετήσιου ποσού που απαιτείται μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030 για την επίτευξη του στόχου του καθαρού μηδενικού ισοζυγίου.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, οι συνολικές επενδύσεις πρόκειται να φθάσουν τα 2 δισ. δολάρια φέτος, ποσό σχεδόν διπλάσιο από το ποσό που δαπανάται για τα ορυκτά καύσιμα, αλλά λιγότερο από το μισό του εκτιμώμενου ετήσιου συνολικού ποσού των 4,5 δισ. δολαρίων που απαιτείται. Τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το 81,5% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας το 2023, ελαφρώς μειωμένο από το 82% το 2022 και το 86% το 1995.

Μάλιστα σύμφωνα με τους αναλυτές της Barclays, η πράσινη μετάβαση για την επίτευξη των στόχων μηδενικής κατανάλωσης μέχρι το 2050 απαιτεί πλήρη αναμόρφωση των παγκόσμιων ενεργειακών, μεταφορικών και βιομηχανικών συστημάτων, καθώς και μετασχηματισμό των γεωργικών και δασικών πρακτικών.
Θα απαιτήσει πολλές επενδύσεις – πολύ περισσότερες από αυτές που παρέχει σήμερα ο κόσμος. Με την εταιρεία συμβούλων McKinsey να εκτιμά πως οι συνολικές παγκόσμιες δαπάνες των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών για τα συστήματα ενέργειας και χρήσης γης θα πρέπει να αυξηθούν κατά 3,5 τρισ. δολάρια ετησίως, κάθε χρόνο, αν θέλουμε να έχουμε οποιαδήποτε πιθανότητα να φτάσουμε στο καθαρό μηδενικό επίπεδο εκπομπών το 2050.

Αυτό είναι μια αύξηση 60% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο επενδύσεων και ισοδυναμεί με το ήμισυ των παγκόσμιων εταιρικών κερδών, το ένα τέταρτο των παγκόσμιων φορολογικών εσόδων και το 7% των δαπανών των νοικοκυριών. Επιπλέον, 1 τρισ. δολάρια θα πρέπει να ανακατανεμηθούν από περιουσιακά στοιχεία με υψηλές εκπομπές σε περιουσιακά στοιχεία με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

«Η επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050 θα απαιτούσε έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας», αναφέρει η McKinsey στην έκθεση με τίτλο ‘The Net-Zero Transition: Τι θα κόστιζε, τι θα μπορούσε να φέρει;’. Το κόστος για την ελληνική οικονομία λόγω της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται σε 2,6 δισ. ευρώ, κατά μέσο όρο, ετησίως, πολύ μεγαλύτερο από το εκτιμώμενο κόστος των 1,7 δισ. ευρώ που προξένησαν οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες που έπληξαν την Ελλάδα το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2023.
Συνολικά οι επιπλέον επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα της Ε.Ε. το 2021-2030 σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία θα κυμαίνονται μεταξύ 260-380 δισ. ευρώ ή 1,5%-1,8% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την Κομισιόν, ενώ η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας σημειώνει πως η μείωση των επενδύσεων στην ενέργεια από ορυκτά καύσιμα δεν συνοδεύεται ακόμη από ώθηση στις επενδύσεις σε ΑΠΕ κι αυτό το έλλειμμα ίσως έπληττε περαιτέρω την ανάπτυξη.

Αύξηση των κεφαλαιουχικών δαπανών
Για να παραμείνουμε σε μια πορεία που θα περιορίσει τις παγκόσμιες θερμοκρασίες στον 1,5°C θα απαιτηθούν τεράστιες κεφαλαιακές δαπάνες. Όχι μόνο πρέπει να αντικατασταθούν οι υποδομές που βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα με ηλιακή, αιολική και άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά απαιτούνται επίσης επενδύσεις για την ανάπτυξη λύσεων σε τομείς που είναι δύσκολο να καταργηθούν (π.χ.: χάλυβας, τσιμέντο, αεροπλοΐα). Οι εκτιμήσεις για το πόσο ακριβώς θα κοστίσει η πράσινη μετάβαση ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό και κυμαίνονται από συνολικά 100 έως 300 τρισ. δολάρια μέχρι το 2050, αναφέρουν οι αναλυτές της Barclays. Για να το τοποθετήσουμε στο πλαίσιο, το σημερινό ετήσιο παγκόσμιο ΑΕΠ είναι περίπου 100 τρισ. δολάρια.

Στροφή προς πιο πράσινες επενδύσεις
Η επίτευξη αυτών των επενδυτικών στόχων έως το 2050 θα ήταν δύσκολη αλλά όχι αδύνατη, ακόμη και αν χρησιμοποιούσαμε την εκτίμηση της McKinsey για ετήσιες επενδύσεις ύψους 9,2 τρισ. δολαρίων – την πιο ακραία, με κάποια απόσταση. Η παγκόσμια οικονομία επενδύει ήδη περίπου 1,4 τρισ. δολάρια ετησίως στην καθαρή ενέργεια και στις υποδομές που την υποστηρίζουν, σύμφωνα με τον ΙΕΑ. Με βάση τις τρέχουσες πολιτικές, οι ετήσιες επενδύσεις σε υποδομές χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,5 τρισ. δολάρια. Αυτό αφήνει το ετήσιο επενδυτικό κενό περίπου στα 5,3 τρισ. δολάρια, που εξακολουθεί να είναι πολύ. Θα μπορούσε όμως να αντιμετωπιστεί με την ανακατεύθυνση των εκτιμώμενων 3,7 τρισ. δολαρίων που ρέουν σήμερα σε υποδομές, όπως η εξόρυξη, διύλιση και καύση πετρελαίου και φυσικού αερίου που ρυπαίνουν πολύ, καθώς και η παραγωγή τσιμέντου και χάλυβα, σε πράσινες μονάδες παραγωγής ενέργειας. Το καθαρό επενδυτικό κενό που απομένει να καλυφθεί θα είναι 1,6 τρισ. δολάρια. Αν και εξακολουθεί να είναι σημαντικό, ισοδυναμεί μόνο με το 2% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ.

Διευκόλυνση της μετάβασης στις αναπτυσσόμενες χώρες
Οι περισσότερες επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση απαιτούνται στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις χώρες με αναδυόμενες αγορές, όπου οι εκπομπές αυξήθηκαν ταχύτερα τις τελευταίες δεκαετίες και θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ), οι εκπομπές στις περιοχές αυτές θα αυξηθούν κατά περίπου 20% έως τα μέσα της δεκαετίας του 2040, προτού μειωθούν οριακά έως το 2050. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η αύξηση του πληθυσμού, η αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση θα συμβάλουν, παρά τις βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση και την αυξημένη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επομένως, με την ενέργεια να αποτελεί σχεδόν το 75% των παγκόσμιων εκπομπών και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες να αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλη την πρόσθετη ενεργειακή ζήτηση στο μέλλον, θα χρειαστούν σημαντικές επενδύσεις για να αποφευχθεί μια κατάσταση όπου οι αυξήσεις των παγκόσμιων εκπομπών δεν θα αντισταθμίζονται από τις προσπάθειες απαλλαγής από τον άνθρακα στις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες δεν ανταποκρίνονται στο μερίδιο που τους αναλογεί στη δέσμευση για τη χρηματοδότηση του κλίματος. Δεν καλύπτουν το κενό: Μόνο τέσσερις χώρες έχουν συνεισφέρει το «δίκαιο μερίδιo» τους από τον ετήσιο στόχο των 100 δισ. δολαρίων που έπρεπε να καταβληθεί έως το 2020, όπως συμφωνήθηκε στο Παρίσι το 2015. Όχι μόνο ο στόχος αυτός έχει χαθεί, αλλά και οι ίδιοι οι στόχοι υπολείπονται κατά πολύ από αυτό που απαιτείται για να επιτευχθεί το καθαρό μηδέν έως το 2050.

Τι συμβαίνει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα
Η «πράσινη μετάβαση» έχει αναδειχθεί σε μείζον πολιτικό θέμα εντός της Ευρώπης, ενώ υπάρχουν αρκετές φωνές βιομηχάνων, πολλοί και από την Ελλάδα, που επισημαίνουν ότι το μείγμα της πράσινης πολιτικής της ΕΕ είναι προβληματικό. Μεταξύ αυτών και ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος του ομίλου Τιτάν. Όπως έχει πει: «Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στην ρίζα του, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τεράστιο ζήτημα ανταγωνιστικότητας με το ενεργειακό κόστος να ανεβαίνει ενώ το μείγμα της πράσινης πολιτικής της ΕΕ είναι προβληματικό, το πρόβλημα είναι οξύτερο για τις ΜμΕ, η βιομηχανία πρέπει να ενισχυθεί». Σύμφωνα με τον ίδιο «η Ευρώπη πρέπει να σκεφτεί σοβαρά πως θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της ειδικά σε σχέση με ΗΠΑ και ΗΠΑ. Οι βιομηχανίες της Ευρώπης ταλανίζονται από το υψηλό ενεργειακό κόστος το οποίο υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητά τους».

Με τον πρόεδρο της Eurometaux, Ευάγγελο Μυτιληναίο, να έχει ασκήσει ουκ ολίγες φορές δριμεία κριτική στις ευρωπαϊκές πολιτικές που πλήττουν τη βιωσιμότητα της βιομηχανίας, σχολιάζοντας πως το ενεργειακό κόστος είναι κατά πολύ υψηλότερο στην Ευρώπη, δημιουργώντας άνισους όρους ανταγωνισμού. «Πρέπει να συνδυάσουμε την πράσινη μετάβαση, την απεξάρτηση της οικονομίας από τις ανθρακούχες εκπομπές με μια υγιή βιομηχανία γιατί έτσι θα προχωρήσουμε περαιτέρω».

Όλοι συμφωνούν πως το κλιματικό πρόβλημα είναι παγκόσμιο και όχι αμιγώς πρόβλημα της Ε.Ε. και τονίζουν ότι πρέπει να αξιοποιηθεί η ευρωπαϊκή διπλωματία, προκειμένου και άλλες χώρες να ακολουθήσουν το ευρωπαϊκό παράδειγμα, αν θέλουμε πραγματικά να βάλουμε τις βάσεις για ένα μέλλον βιώσιμο για όλους.
«Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα στη ρίζα του, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τεράστιο ζήτημα ανταγωνιστικότητας με το ενεργειακό κόστος να ανεβαίνει ενώ το μείγμα της πράσινης πολιτικής της ΕΕ είναι προβληματικό, η βιομηχανία πρέπει να ενισχυθεί», σημειώνουν γνωστοί βιομήχανοι. Μια άλλη σημαντική πτυχή αυτής της μετάβασης είναι η χρηματοδότηση. Στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εποπτικών Αρχών Κεφαλαιαγοράς που πραγματοποιήθηκε την Άνοιξη στην Αθήνα, με θέμα «Climate in the center of Economy», ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank ανέφερε πως η Τράπεζα στοχεύει σε «πράσινες» εκταμιεύσεις, ύψους 4,4 δισ. ευρώ, έως το 2026 τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη για ένα ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη μετάβαση. Σύμφωνα με τον κ. Ψάλτη πέρυσι η Alpha Bank πέτυχε εκταμιεύσεις, ύψους 850 εκατ. ευρώ, με δάνεια σε τομείς ΑΠΕ, αποθήκευση και δίκτυα. Πάντως έσπευσε να συμπληρώσει πως προς ώρας δεν υπάρχει ένα ευρωπαϊκό σχέδιο μετάβασης, με την κατεύθυνση, ωστόσο, να είναι συγκεκριμένη.

Σύμφωνα με τις παραδοχές του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών, από τα νοικοκυριά ως τις επιχειρήσεις, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα, μόνον στην 6ετία 2025-2030 υπολογίζεται να ανέλθει αθροιστικά σε περίπου 276 δισ. ευρώ (44,7-46 δισ. ετησίως).
Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός από το κόστος της ενέργειας, οι δαπάνες για ενεργειακή αναβάθμιση και η αγορά μη ενεργοβόρων συσκευών και οχημάτων.

Σήμερα, η εγχώρια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας φθάνει τα 10 GW. Ήδη, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς στο διασυνδεδεμένο σύστημα φθάνει τα 23 GW. Το 2030 στόχος είναι η ισχύς από ΑΠΕ, χωρίς τα υδροηλεκτρικά, να φθάσει τα 23,5 GW, από τα οποία τα 9,5 GW αιολικά, τα 1,9 GW υπεράκτια αιολικά και τα 13,4 GW φωτοβολταϊκά. Τα συστήματα αποθήκευσης υπολογίζονται σε 5,3 GW και οι μονάδες φυσικού αερίου σε 7,7 GW.
Για το 2050 προβλέπεται συνολική παραγωγή από ΑΠΕ στα 71,7 GW, από τα οποία τα 17,3 GW θα είναι υπεράκτια αιολικά, τα συστήματα αποθήκευσης στα 24,8 GW και οι μονάδες φυσικού αερίου στα 4,2 GW.