Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της εποχής μας και ίσως «τη μεγαλύτερη πρόκληση για την υγεία του 21ου αιώνα, με σημαντικές απειλές για τη ζωή, την υγεία και την ευημερία» όπως την περιγράφει η ειδική έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Οι αλλαγές στο κλίμα -όπως οι υψηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος, η ατμοσφαιρική ρύπανση, η αύξηση της υπεριώδους ακτινοβολίας και τα ακραία καιρικά ή κλιματικά γεγονότα- οι βιολογικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με την έκθεση σε ακραίες καιρικές καταστάσεις, οι κίνδυνοι από την μετάβαση στην πράσινη τεχνολογία, οι κίνδυνοι από αλλαγές στον κατασκευαστικό κλάδο, οι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι, αλλά και οι οικονομικές προεκτάσεις της κλιματικής αλλαγής αποτελούν ζητήματα που επιδρούν ποικιλοτρόπως στην επαγγελματική υγεία και ασφάλεια, καθώς και στην εργασιακή νοσηρότητα και θνησιμότητα.

Χαρακτηριστικά, η θερμική καταπόνηση αποτελεί έναν από τους πιο σοβαρούς επαγγελματικούς κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική κρίση και αντιλαμβανόμαστε ως παράδειγμα σημαντικής απειλής οι περισσότεροι. Η άνοδος της θερμοκρασίας έχει επανειλημμένα αποδειχτεί, από σημαντικό αριθμό επιδημιολογικών μελετών, ότι συμβάλλει στην αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα, αλλά επηρεάζει επίσης την ικανότητα εργασίας και την παραγωγικότητα, σε εργασίες που εκτίθενται στη θερμότητα, και μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερα ατυχήματα.

Ο ρόλος του κοινωνικού διαλόγου
Τόσο η κλιματική αλλαγή όσο και η Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια (ΥΑΕ) αποτελούν δύο σύνθετα και διεπιστημονικά θέματα, που απαιτούν διαφορετική και συμπληρωματική εμπειρογνωμοσύνη.
Η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην επαγγελματική υγεία και ασφάλεια απαιτεί μια προορατική, χωρίς αποκλεισμούς και συνεργατική προσέγγιση μέσω του κοινωνικού διαλόγου. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει ουσιαστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους για την εξασφάλιση βιώσιμων και εστιασμένων στους εργαζομένους λύσεων.

Ο κοινωνικός αυτός διάλογος θα πρέπει να επικεντρώνεται στην ενημέρωση των πολιτικών επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας ώστε να περιλαμβάνει στρατηγικές συνεχούς προσαρμογής στις αλλαγές του κλίματος. Επίσης, είναι σημαντικό οι κοινωνικοί εταίροι να συμμετέχουν στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή των πολιτικών. Οι επιχειρήσεις σε συνεργασία με τους εργαζόμενους είναι σε πλεονεκτική θέση για τον εντοπισμό των προκλήσεων και των κινδύνων που προκύπτουν από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στους χώρους εργασίας τους και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως η διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα πρότυπα υγείας και ασφάλειας και η εύρεση πρακτικών λύσεων. Επιπλέον, ο κοινωνικός διάλογος μπορεί να βοηθήσει στο να καταστεί η διακυβέρνηση της κλιματικής αλλαγής πιο φιλική προς την εργασία προωθώντας πολιτικές που λαμβάνουν υπόψη, τόσο τις περιβαλλοντικές όσο και τις εργατικές ανησυχίες.

Το ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε., οργανισμός που εκπροσωπεί τους κοινωνικούς εταίρους στα θέματα επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας στην Ελλάδα, εργάζεται ήδη σε επιστημονικό και εκπαιδευτικό επίπεδο για την ανάδειξη του κλιματικού κινδύνου στην επαγγελματική υγεία και ασφάλεια, αναπτύσσοντας συνεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και σχετικές εκπαιδευτικές θεματικές μέσω πλατφόρμας Ασύγχρονης Εκπαίδευσης.
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι η μεταβλητότητα της κλιματικής αλλαγής (η μεταβλητότητα του κλίματος;) έχει προσθέσει «κλίμα» σχετικής αβεβαιότητας στις εκτιμήσεις επαγγελματικού κινδύνου. Η κλιματική αλλαγή επιδρά στην εργασία, επηρεάζοντας όλους τους οικονομικούς τομείς, ακόμη και αυτούς που προηγουμένως θεωρούνταν ότι δεν ήταν «ευαίσθητοι» στο κλίμα. Απαιτείται μια ευρύτερη, διεπιστημονική προσέγγιση και περισσότερη έρευνα για την αντιμετώπιση των επερχόμενων προβλημάτων επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας.