Στην καρδιά της μεσογειακής βιοποικιλότητας και των προκλήσεων που φέρνει η κλιματική αλλαγή, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικά ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση των φυσικών της πόρων, ιδιαίτερα του νερού. Αναγνωρίζοντας την κεντρική θέση των υδάτινων πόρων στην ανάπτυξη και την ευημερία της χώρας, η συνέντευξη με τον Πέτρο Βαρελίδη, Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα αυτού του ζητήματος, αλλά και τις προσεγγίσεις που αναπτύσσονται για την αντιμετώπισή του.
Από την αντιμετώπιση της λειψυδρίας και της ξηρασίας, μέχρι την ανάπτυξη βιώσιμων πρακτικών για την αρδευτική γεωργία και τη διαχείριση των αστικών λυμάτων, ο κ. Βαρελίδης παραθέτει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των τρεχουσών πολιτικών, των προκλήσεων και των ευκαιριών που διαμορφώνουν το τοπίο της διαχείρισης νερού στην Ελλάδα. Μέσα από αυτή τη συζήτηση, αναδεικνύεται η ανάγκη για έναν ολοκληρωμένο και προσαρμοστικό σχεδιασμό που λαμβάνει υπόψη τόσο τις τοπικές όσο και τις παγκόσμιες διαστάσεις της κλιματικής κρίσης.
Ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα για τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων της και ποιες στρατηγικές εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή τους;
Η Ελλάδα διαθέτει μέτριες ποσότητες νερού. Δεν έχει άφθονα νερά αλλά έχει αρκετά μεγάλες ποσότητες για την κάλυψη των αναγκών της. Είναι όμως άνισα κατανεμημένες γεωγραφικά ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Ελλάδα και άνισα κατανεμημένες ως προς τις ανάγκες. Σε περιοχές με μεγάλη ζήτηση υπάρχει στενότητα του πόρου και αντιστρόφως.
Στη χώρα μας, το 85% του νερού καταναλώνεται για άρδευση. Ταυτόχρονα, υπάρχουν περιοχές, οι οποίες εξαρτώνται οικονομικά σχεδόν αποκλειστικά από τον τουρισμό με αποτέλεσμα τη μεγάλη πίεση για πόσιμο νερό το καλοκαίρι. Επομένως, οι κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα ως προς τη βιώσιμη διαχείριση των υδάτων είναι η αντιμετώπιση της λειψυδρίας και της ξηρασίας, ιδίως ως προς το νερό για άρδευση συγκεκριμένων αγροτικών περιοχών της χώρας, όπως η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος με την εξαίρεση της Δυτικής Πελοποννήσου, η Κρήτη και η Ανατολική Στερεά Ελλάδα, η λειψυδρία στις τουριστικές περιοχές και τα νησιά του νότιου και ανατολικού Αιγαίου ως προς το πόσιμο νερό. Ένα ακόμα πρόβλημα είναι ασφαλώς και οι πλημμύρες, όπως αυτές που σημειώθηκαν πέρυσι στη Θεσσαλία.
Το κύριο εργαλείο χάραξης πολιτικής που διαθέτουμε με βάση και το Ευρωπαϊκό δίκαιο είναι τα Σχέδια Διαχείρισης λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ). Στα ΣΔΛΑΠ αναλύεται το ισοζύγιο ύδατος (διαθέσιμο νερό μείον τις ανάγκες για άρδευση, πόσιμο νερό, βιομηχανία κλπ.) και η ποσοτική και ποιοτική κατάσταση κάθε υδατικού σώματος (επιφανειακού ή υπόγειου) σε κάθε υδατικό διαμέρισμα. Καθορίζονται επίσης τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την άμβλυνση των προβλημάτων.
Ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση της ποιότητας των υδάτων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν ανησυχιών σχετικά με τη ρύπανση ή τη μόλυνση, και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται για το μετριασμό αυτών των ζητημάτων;
Η χημική ρύπανση στην Ελλάδα είναι περιορισμένη αφού άλλωστε η χώρα δεν διαθέτει ισχυρή βιομηχανία συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κύρια πηγή ρύπανσης είναι οι γεωργικές δραστηριότητες που οδηγούν σε νιτρορύπανση στα υπόγεια ύδατα και, πολύ πιο σπάνια, σε ευτροφισμό στα επιφανειακά ύδατα. Το βασικό επομένως πρόβλημα των υδάτων στην Ελλάδα είναι η κακή ποσοτική κατάσταση, η οποία συμπαρασύρει και την ποιοτική κατάσταση (χημική και οικολογική), αφού η μειωμένη ποσότητα νερού οξύνει τα όποια προβλήματα υπάρχουν, ενώ ο συνδυασμός λειψυδρίας/ξηρασίας και αλόγιστης χρήσης του νερού για άρδευση οδηγεί το καλοκαίρι στη διακοπή της συνεχούς ροής ποταμών. Τέτοια παραδείγματα είναι ο Πηνειός ή ο Ευρώτας με προφανείς επιπτώσεις στην ιχθυοπανίδα τους καθώς και στην υφαλμύρωση των υπόγειων υδάτων λόγω της υπεράντλησης από αδειοδοτημένες και μη γεωτρήσεις. Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται από την κλιματική αλλαγή.
Πέρα από τα οριζόντια μέτρα που αποσκοπούν στην αποφυγή της σπατάλης νερού στην άρδευση και την ύδρευση, σε ότι αφορά τη βιομηχανική ρύπανση του νερού, το κύριο εργαλείο αντιμετώπισης είναι οι περιβαλλοντικοί όροι που τίθενται στην περιβαλλοντική αδειοδότηση και η διασφάλιση της τήρησής τους μέσω περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.
Ποιο ρόλο οραματίζεστε να διαδραματίσει η Ελλάδα σε περιφερειακές πρωτοβουλίες διαχείρισης των υδάτων, ιδίως σε σχέση με τις γειτονικές χώρες και τους διασυνοριακούς υδάτινους πόρους;
Η Ελλάδα, όπως και όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς και οι υπό ένταξη χώρες, εφαρμόζει την Οδηγία για τα Ύδατα 2000/60 με σκοπό τη διασφάλιση καλής συνεργασίας στη διαχείριση των υδάτων. Επισημαίνω ότι, με την εξαίρεση του Αώου και της Αλβανίας, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις διασυνοριακών ποταμών η Ελλάδα είναι στα κατάντη, επομένως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καλή συνεργασία με τους βόρειους γείτονές μας. Τις μέρες αυτές είναι σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση με τη Βουλγαρία για τον Άρδα με σκοπό τη διασφάλιση των ποσοτήτων νερού που χρειάζονται για τις καλλιέργειές τους οι αγρότες μας στην περιοχή του Βόρειου Έβρου.
Πώς προσαρμόζεται η Ελλάδα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους υδάτινους πόρους της, όπως οι αλλαγές στα πρότυπα βροχόπτωσης και η αυξημένη συχνότητα ξηρασίας ή πλημμυρών;
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αποτελούν βασική παράμετρο που εξετάζεται τόσο στα ΣΔΛΑΠ όσο και στα Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας (ΣΔΚΠ). Η δυσκολία που αντιμετωπίζουμε είναι ότι επειδή ζούμε σε μια εποχή που το κλίμα μεταβάλλεται γρήγορα, τα κλιματικά μοντέλα δεν είναι αρκετά αξιόπιστα. Επιπλέον, ακόμα και τα πλέον σύγχρονα κλιματικά μοντέλα δεν έχουν επαρκή χωρική ανάλυση και επομένως δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ακριβείς εκτιμήσεις σε επίπεδο γεωγραφικού διαμερίσματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα μοντέλα βροχοπτώσεων που έχουν χρησιμοποιηθεί για την τελευταία επικαιροποίηση των χαρτών πλημμύρας, τα οποία βασίζονται στα κλιματικά δεδομένα των προηγούμενων 30 ετών και επομένως δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση αναφορικά με τα κλιματικά δεδομένα και τη μελλοντική εξέλιξή τους, όπως αποδείχθηκε και από την μη προβλεφθείσα ένταση και συχνότητα των βροχοπτώσεων στη Θεσσαλία τα τελευταία τρία χρόνια κατά τα οποία έλαβαν χώρα τρεις βροχοπτώσεις που, σύμφωνα με τα μοντέλα πρόγνωσης του κλίματος, κανονικά θα έπρεπε να συμβαίνουν με συχνότητα 300 ετών.
Για το λόγο αυτό, το ΥΠΕΝ έχει ξεκινήσει τη διαδικασία βελτίωσης των υφιστάμενων ευρωπαϊκών κλιματικών μοντέλων προκειμένου να μπορεί να γίνει ακριβέστερη πρόβλεψη της μελλοντικής εξέλιξης του κλίματος σε επίπεδο γεωγραφική Περιφέρειας της χώρας. Ταυτόχρονα, επανεξετάζουμε τις προδιαγραφές των κρίσιμων υποδομών όπως δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης.
Ποια μέτρα λαμβάνονται για την προώθηση μέτρων εξοικονόμησης και αποδοτικότητας του νερού σε διάφορους τομείς στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας, της γεωργίας και των νοικοκυριών;
Η κύρια χρήση του νερού στην Ελλάδα, σε επίπεδο χώρας, είναι η άρδευση. Επομένως, τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση των μεθόδων άρδευσης έτσι ώστε να περιορίζεται η σπατάλη νερού, στην ενημέρωση των αγροτών για τις πραγματικές ανάγκες των καλλιεργειών σε νερό, ακόμα και στη σταδιακή αλλαγή των καλλιεργειών σε λιγότερο υδροβόρες και ταυτόχρονα πιο κερδοφόρες. Η υιοθέτηση νέων σύγχρονων μεθόδων ποτίσματος δυσχεραίνεται από τον υψηλό μέσο όρο ηλικίας των αγροτών μας που τους καθιστά πιο διστακτικούς σε αλλαγές πάσης φύσεως. Η χρήση του νερού στη βιομηχανία και τα νοικοκυριά είναι μικρότερης έντασης πρόβλημα, καθώς αφορά συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και μόνο το καλοκαίρι.
Επισημαίνω ότι η ορθή κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος είναι καθοριστικής σημασίας για την αποδοτική χρήση του νερού και αποτελεί κύριο εργαλείο αποτροπής της σπατάλης στη βιομηχανική χρήση και στο πόσιμο νερό. Το ύψος των τελών που αντιστοιχεί στην υψηλότερη κλίμακα κατανάλωσης ορίζεται σε επίπεδα που αποθαρρύνουν την υπερβολική κατανάλωση πόσιμου ύδατος.
Η τιμολόγηση στο αρδευτικό νερό είναι μέτρο συμπληρωματικού μόνο χαρακτήρα λόγω του ότι δεν στοχεύουμε σε πλήρη ανάκτηση του κόστους. Είναι όμως αναγκαία γιατί βοηθάει στην εμπέδωση της αντίληψης ότι το νερό πρέπει να χρησιμοποιείται λελογισμένα.
Ένα ακόμα μέτρο που προωθείται τα τελευταία χρόνια και που στο μέλλον θα γίνει ακόμα πιο σημαντικό είναι η επαναχρησιμοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων για πότισμα ή και άρδευση. Η νέα Οδηγία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων αναμένεται να συμβάλλει καθοριστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της επαναχρησιμοποίησης καθώς σταδιακά εισάγει την υποχρέωση τεταρτοβάθμιας επεξεργασίας των αστικών λυμάτων, δηλαδή της επεξεργασίας τους ως προς τα μικροπλαστικά και τις φαρμακευτικές ουσίες.
Πώς σκοπεύετε να αντιμετωπίσετε το ζήτημα της λειψυδρίας σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, ιδίως σε περιόδους υψηλής ζήτησης ή παρατεταμένης ξηρασίας;
Η χρήση βέλτιστων γεωργικών πρακτικών με βάση τους κανόνες της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είναι καθοριστικής σημασίας για την μεσοπρόθεσμη αντιμετώπιση της λειψυδρίας στις γεωργικές περιοχές. Σημειώνω ότι χώρες με πολύ λιγότερο νερό από την Ελλάδα όπως το Ισραήλ καλλιεργούν με μεγάλη επιτυχία χρησιμοποιώντας σύγχρονες μεθόδους άρδευσης, κυρίως στάγδην.
Σε ό,τι αφορά τουριστικές περιοχές όπως τα νησιά, το υδροδοτικό σύστημα των οποίων δέχεται πολύ μεγάλη πίεση κάθε καλοκαίρι, η κύρια λύση είναι οι αφαλατώσεις οι οποίες θα πρέπει να συνοδεύονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συνήθως φωτοβολταϊκά, έτσι ώστε να μειώνεται το ενεργειακό κόστος, χωρίς να αποκλείουμε και τη δημιουργία πρόσθετων λιμνοδεξαμενών όπου αυτό είναι εφικτό με βάση τα υδρολογικά στοιχεία. Εργαζόμαστε συστηματικά μαζί με το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής τόσο για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών που προκύπτουν -όπως φέτος λόγω της ασυνήθιστης λειψυδρίας με τη μίσθωση αφαλατώσεων- αλλά και των μόνιμων αναγκών με κατασκευή νέων μονάδων.
Ποιες πολιτικές ή κανονισμοί εφαρμόζονται για να διασφαλιστεί η ισότιμη πρόσβαση σε καθαρό νερό για όλους τους κατοίκους της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων ή των απομακρυσμένων περιοχών;
Πρώτα από όλα θα πρέπει να επισημανθεί ότι το πόσιμο νερό στην Ελλάδα, σε πολλές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, είναι εξαιρετικής ποιότητας σύμφωνα με τα πλέον αυστηρά διεθνή πρότυπα. Φυσικά δεν λείπουν τα προβλήματα σε κάποιες περιοχές της χώρας, αλλά σε σχέση με τις άλλες χώρες (πολλές από αυτές πιο πλούσιες από εμάς, με περισσότερα νερά και ευκολότερη γεωγραφία) είμαστε σε πολύ καλή κατάσταση. Όμως, αυτό δεν αρκεί. Όλοι οι πολίτες και οι επισκέπτες της χώρας έχουν δικαίωμα σε πρόσβαση σε άριστης ποιότητας πόσιμο νερό. Για το σκοπό αυτό χρηματοδοτούνται έργα εκατοντάδων εκατομμυρίων, κυρίως από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης και από το ΕΣΠΑ, για την αντικατάσταση και επέκταση δικτύων, εγκατάσταση υδρομέτρων και σύγχρονων συστημάτων τηλεμετρίας. Παράλληλα, προχωράμε στην αναδιάρθρωση των ΔΕΥΑ με τη δημιουργία μεγαλύτερων και ισχυρότερων φορέων υπηρεσιών ύδρευσης έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, οι οποίες με τη νέα Οδηγία για το Πόσιμο Νερό αυξάνονται πλέον σημαντικά. Επιπρόσθετα, ήδη έχουμε δημιουργήσει τη ΡΑΑΕΥ για τη διασφάλιση του ελέγχου της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών ύδρευσης και την ορθή κοστολόγηση και τιμολόγησή τους έτσι ώστε να υπάρχει αποδοτική χρήση των οικονομικών πόρων και αποφυγή υπερβολικών χρεώσεων λόγω κακοδιαχείρισης.
Περαιτέρω, εντός του Απριλίου θα εκδοθεί η νέα κοινή υπουργική απόφαση για τους κανόνες κοστολόγησης και τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος, η οποία ορίζει ότι η πρώτη κλίμακα κατανάλωσης αντιστοιχεί στις βασικές ανάγκες διαβίωσης του πληθυσμού και παρέχεται σε οικονομικά προσιτή τιμή. Για την αποφυγή υπερβολικών χρεώσεων ορίζεται ότι τυχόν αύξηση των τιμολογίων δεν μπορεί να υπερβαίνει αυτήν της ετήσιας μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Παράλληλα, για πολύτεκνες και τρίτεκνες οικογένειες και για τις ευπαθείς ομάδες, οι πάροχοι ενθαρρύνονται να καθορίζουν ευνοϊκότερες τιμές, ενώ ειδικό τιμολόγιο προβλέπεται και για συγκεκριμένους χρήστες υπηρεσιών ύδατος όπως ενδεικτικά, δημόσιες κοινωνικές υποδομές, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, δομές προσωρινής υποδοχής/φιλοξενίας μεταναστών, πυροσβεστική κλπ.. Τέλος, προβλέπεται επίσης ότι, ο πάροχος υπηρεσιών ύδατος θα έχει διαφορετική τιμολόγηση σε κάθε περιοχή, ανάλογα με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της.