Στο αφιέρωμα αυτό του Plant θα παρουσιάσουμε ένα σύνολο τεχνικών πολύ χρήσιμων στη βιομηχανία για τον έλεγχο κομματιών και υλικών, είτε αυτά βγαίνουν από την παραγωγή, είτε χρησιμοποιούνται για την παραγωγή και που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συνεισφέρουν σε μικρότερο συνολικά κόστος, αφού οι μη καταστροφικοί έλεγχοι δεν παραμορφώνουν μόνιμα το κομμάτι που επιθεωρείται. Είναι εν ολίγοις μια πολύτιμη τεχνική που μπορεί να εξοικονομήσει χρήματα και χρόνο στην αξιολόγηση προϊόντων, στην αντιμετώπιση προβλημάτων και στην έρευνα. Με τους μη καταστροφικούς ελέγχους αποφεύγεται κατά συνέπεια η απόρριψη υλικών σε σύγκριση με τους ελέγχους που απαιτούν την καταστροφή του κομματιού (οι οποίοι το καθιστούν μη λειτουργικό).
Αυτά για αρχή, γιατί στη συνέχεια εμβαθύνουμε στην τεχνική ελέγχου με διεισδυτικά υγρά. Μια εύκολη τεχνική που με μια σχετική εμπειρία ο καθένας μπορεί να πραγματοποιήσει. Μια τεχνική που βοηθά τα τμήματα ποιοτικού ελέγχου ή τα άτομα που πραγματοποιούν παραλαβές υλικών, ή τα τμήματα συντήρησης μιας εγκατάστασης, όταν ειδικά για λόγους επείγοντος δε μπορεί να πραγματοποιήσει ελέγχους ένας επιθεωρητής. Τα διεισδυτικά υγρά επίσης μπορούν να εφαρμοστούν στα πλαίσια των περιοδικών ελέγχων και συντηρήσεων που πραγματοποιούνται στην εγκατάστασή σας, εάν επιθυμείτε έναν πιο ενδελεχή έλεγχο από αυτόν που προσφέρει το γυμνό μάτι.
ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ
Γενικότερα οι μη καταστροφικοί έλεγχοι (NonDestructive Τesting ή NDT) είναι μια ευρεία ομάδα τεχνικών που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία για την αξιολόγηση των ιδιοτήτων ενός υλικού, κομματιού ή συστήματος, χωρίς να προκαλείται ζημιά. Για την περιγραφή αυτών των τεχνικών χρησιμοποιούνται επίσης οι όροι μη καταστροφική εξέταση (ΝonDestructive Examination ή NDE), μη καταστροφική επιθεώρηση (NonDestructive Inspection ή NDI) και μη καταστροφική αξιολόγηση (NonDestructive Evaluation ή NDE).
Οι έξι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες μέθοδοι μη καταστροφικών ελέγχων είναι οι:
- Ηλεκτρομαγνητικοί έλεγχοι (eddy current),
- Τα μαγνητικά σωματίδια,
- Τα διεισδυτικά υγρά,
- Οι ακτινογραφικοί έλεγχοι,
- Οι υπέρηχοι
- Οι οπτικοί έλεγχοι.
Υπάρχουν διάφορες εθνικές και διεθνείς ενώσεις που ασχολούνται με την προώθηση της γνώσης σχετικά με τους μη καταστροφικούς ελέγχους στη βιομηχανία. Σε αυτές συγκαταλέγονται η Αμερικανική Εταιρεία Μη Καταστροφικών Δοκιμών, η Ένωση Μη Καταστροφικών Δοκιμών, η Διεθνής Επιτροπή Μη Καταστροφικών Δοκιμών, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Μη Καταστροφικών Δοκιμών και το Βρετανικό Ινστιτούτο Μη Καταστροφικών Δοκιμών.
Η οπτική επιθεώρηση, είναι η πιο συχνά εφαρμοζόμενη μέθοδος μη καταστροφικών ελέγχων. Πολύ συχνά ενισχύεται με τη χρήση μεγεθυντικών μέσων, οπών, καμερών ή άλλων οπτικών διατάξεων για άμεση ή απομακρυσμένη προβολή. Η εσωτερική δομή ενός δείγματος μπορεί να εξεταστεί ογκομετρικά (ογκομετρική επιθεώρηση) με διεισδυτική ακτινοβολία (RT), όπως ακτίνες Χ, νετρόνια ή ακτινοβολία Γάμμα.
Τα ηχητικά κύματα χρησιμοποιούνται στην περίπτωση δοκιμών με υπερήχους (UT), μιας άλλης ογκομετρικής μεθόδου που περιλαμβάνεται στους μη καταστροφικούς ελέγχους (το μηχανικό σήμα (ήχος) ανακλάται στο δοκίμιο και αξιολογείται ως προς το πλάτος και την απόσταση).
Μια άλλη ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος NDT που χρησιμοποιείται σε σιδηρούχα υλικά έχει να κάνει με την εφαρμογή σωματιδίων λεπτού σιδήρου (είτε εναιωρημένα σε υγρή ή ξηρά σκόνη – φθορίζοντα ή χρωματισμένα). Τα σωματίδια εφαρμόζονται σε ένα κομμάτι το οποίο είναι μαγνητισμένο. Τα σωματίδια έλκονται από τα πεδία διαρροής μαγνητισμού πάνω στο κομμάτι ή/και σχηματίζουν ενδείξεις (συλλογή σωματιδίων) στην επιφάνεια του κομματιού, οι οποίες και αξιολογούνται οπτικά.
Η πιθανότητα ανίχνευσης μιας αστοχίας από το γυμνό μάτι αυξάνεται με τη χρήση υγρών τα οποία διεισδύουν στην επιφάνεια του κομματιού, επιτρέποντας την οπτικοποίηση ασυνεχειών/αστοχιών ή άλλων επιφανειακών στοιχείων. Αυτή η μέθοδος (δοκιμή με διεισδυτικά υγρά) (PT) περιλαμβάνει τη χρήση βαφών, οι οποίες φθορίζουν ή είναι κόκκινου συνήθως χρώματος, το οποίο αιωρείται σε υγρά. Χρησιμοποιείται για μη μαγνητικά υλικά, συνήθως μέταλλα. Για τα διεισδυτικά υγρά όμως θα μιλήσουμε λεπτομερώς παρακάτω.
Κάποιες μέθοδοι μη καταστροφικών ελέγχων βασίζονται στη χρήση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, του ήχου καθώς και άλλων μετατροπών σήματος για την εξέταση μιας μεγάλης γκάμας αντικειμένων (μεταλλικά και μη μεταλλικά, τρόφιμα-προϊόντα, αντικείμενα, και αρχαία αντικείμενα, υποδομές) ως προς την ακεραιότητα, τη σύνθεση ή την κατάσταση, χωρίς παραμόρφωση του κομματιού που βρίσκεται υπό εξέταση.
Η ανάλυση και η τεκμηρίωση μιας μη καταστροφικής μεθόδου για τον εντοπισμό μιας αστοχίας μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χρήση της λειτουργίας συνεχούς εγγραφής μιας κάμερας υψηλής ταχύτητας έως ότου εντοπιστεί η αστοχία. Αυτές οι κάμερες υψηλής ταχύτητας διαθέτουν προηγμένες λειτουργίες εγγραφής για την καταγραφή αστοχιών. Μετά τον εντοπισμό της αστοχίας, η κάμερα υψηλής ταχύτητας θα σταματήσει την εγγραφή. Οι εικόνες λήψης μπορούν να αναπαραχθούν σε αργή κίνηση, δείχνοντας ακριβώς τι συμβαίνει πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά το μη καταστρεπτικό συμβάν, εικόνα – εικόνα.
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΩΝ ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
Οι μη καταστροφικοί έλεγχοι χρησιμοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Νέες μέθοδοι μη καταστροφικών ελέγχων αναπτύσσονται συνεχώς. Οι μη καταστροφικές μέθοδοι δοκιμών εφαρμόζονται συνήθως σε βιομηχανίες όπου η αποτυχία ενός εξαρτήματος θα προκαλούσε σημαντικό κίνδυνο ή οικονομική απώλεια. Τα δοχεία πίεσης, οι σωληνώσεις, ο ανυψωτικός εξοπλισμός, οι δομές των κατασκευών κ.λπ. είναι μερικά κλασικά παραδείγματα στα οποία γίνονται μη καταστροφικοί έλεγχοι.
Μια από τις πιο συχνές εφαρμογές των μη καταστροφικών ελέγχων είναι ο έλεγχος των συγκολλήσεων. Οι συγκολλήσεις χρησιμοποιούνται συνήθως για να ενώσουν δύο ή περισσότερα μεταλλικά μέρη. Επειδή αυτές οι συνδέσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν φορτία και κόπωση κατά τη διάρκεια ζωής της κατασκευής, υπάρχει πιθανότητα να αστοχήσουν, στην περίπτωση που δεν έχουν δημιουργηθεί σύμφωνα με τις κατάλληλες προδιαγραφές.
Οι τυπικές αστοχίες μιας συγκόλλησης (έλλειψη σύντηξης της συγκόλλησης στο βασικό μέταλλο, ρωγμές ή πόροι μέσα στη συγκόλληση και διακυμάνσεις στην πυκνότητα συγκόλλησης) θα μπορούσαν να προκαλέσουν θραύση μιας συγκολλητής κατασκευής ή ρήξη ενός αγωγού.
Οι συγκολλήσεις μπορούν να ελεγχθούν χρησιμοποιώντας τεχνικές μη καταστροφικών ελέγχων όπως είναι: η βιομηχανική ακτινογραφία ή βιομηχανική αξονική τομογραφία χρησιμοποιώντας ακτίνες Χ ή ακτίνες Γάμμα, οι δοκιμές υπερήχων, οι δοκιμές με διεισδυτικά υγρά, ο έλεγχος με μαγνητικά σωματίδια ή με ρεύμα eddy. Έτσι σε μια σωστή συγκόλληση, μια ακτινογραφία θα έδειχνε την έλλειψη ρωγμών, οι υπέρηχοι θα έδειχναν καθαρή διέλευση του ήχου μέσω της συγκόλλησης και πίσω, και τα διεισδυτικά υγρά δεν θα έμπαιναν σε κάποια ρωγμή.
ΈΛΕΓΧΟΣ ΜΕ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΑ ΥΓΡΑ
Ας δούμε λοιπόν τα όσα σχετικά με τους ελέγχους που πραγματοποιούνται με τη χρήση διεισδυτικών υγρών. Χρησιμοποιούνται καταρχάς για την ανίχνευση επιφανειακών είτε διαμπερών αστοχιών/σφαλμάτων σε μη πορώδη υλικά και αποτελούν μια από τις βασικές μεθόδους μη καταστροφικών ελέγχων με πολυάριθμες εφαρμογές στην βιομηχανία.
Η ανίχνευση των αστοχιών/σφαλμάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οπτική αντίθεση. Για τον λόγο αυτό οι επιθεωρήσεις προτείνεται να εκτελούνται υπό τις κατάλληλες συνθήκες φωτισμού. Η διαδικασία του ελέγχου με Διεισδυτικά Υγρά περιλαμβάνει τα εξής έξι βήματα:
- Προκαθορισμός της επιφάνειας – Ξήρανση
- Εφαρμογή διεισδυτή – Χρόνος Διείσδυσης
- Αφαίρεση του επιφανειακού διεισδυτή – Ξήρανση
- Εφαρμογή εμφανιστή – Ξήρανση – Εξόλκηση
- Παρατήρηση των ενδείξεων – Καταγραφή
- Μετά-καθαρισμός της επιφάνειας
Λίγο πιο λεπτομερώς λοιπόν, η επιθεώρηση με τη χρήση διεισδυτικής βαφής (Dye Penetrant ή DP), η οποία ονομάζεται επίσης επιθεώρηση με διεισδυτικά υγρά (Liquid Penetrate Inspection ή LPI) ή έλεγχος διεισδυτικού (Penetrate Testing ή PT), είναι μια ευρέως εφαρμοζόμενη και χαμηλού κόστους μέθοδος επιθεώρησης που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο ελαττωμάτων στην επιφάνεια όλων των μη πορωδών υλικών (όπως είναι τα μέταλλα, τα πλαστικά, ή τα κεραμικά). Το διεισδυτικό μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα μη σιδηρούχα υλικά και σιδηρούχα υλικά. Συνήθως όμως για τα σιδηρούχα συστατικά ακολουθείται η επιθεώρηση με τα μαγνητικά σωματίδια, τα οποία ανιχνεύουν αστοχίες κάτω από την επιφάνεια.
Τα διεισδυτικά χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση ελαττωμάτων στην επιφάνεια των υλικών μετά από διεργασίες όπως η χύτευση, η σφυρηλάτηση και η συγκόλληση. Τα διεισδυτικά αποκαλύπτουν αστοχίες όπως ρωγμές, πορώδεις επιφάνειες, διαρροές σε προϊόντα που μόλις βγήκαν από την παραγωγή και ρωγμές που προκαλούνται από κόπωση σε εξαρτήματα εν λειτουργία. Τα διεισδυτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιθεώρηση σχεδόν όλων των υλικών με τη βασική προϋπόθεση να μην έχουν πορώδη ή τραχιά επιφάνεια. Τα υλικά που μπορούν να επιθεωρηθούν είναι:
- μέταλλα (αλουμίνιο, χαλκός, χάλυβας, τιτάνιο, κ.ά.)
- γυαλί
- πολλά κεραμικά υλικά
- ελαστικά
- πλαστικά
Η επιθεώρηση με διεισδυτικά υγρά δεν εφαρμόζεται στις παρακάτω περιπτώσεις:
- Σε στοιχεία με σκληρή επιφάνεια, όπως τα υλικά που προκύπτουν από χύτευση σε άμμο και παγιδεύουν διεισδυτικό υγρό.
- Σε πορώδη κεραμικά.
- Σε υλικά με επικαλύψεις που δεν επιτρέπουν τη διείσδυση και επομένως την ανάδειξη ασυνεχειών.
Τα διεισδυτικά βασίζονται στην τριχοειδή δράση, όπου το υγρό χαμηλής επιφανειακής τάσης διεισδύει σε καθαρές και ξηρές ασυνέχειες της επιφάνειας. Το διεισδυτικό μπορεί να εφαρμοστεί στο δοκίμιο με εμβάπτιση, ψεκασμό ή βούρτσισμα. Αφού επιτραπεί επαρκής χρόνος διείσδυσης, η περίσσεια διείσδυσης αφαιρείται και εφαρμόζεται ο εμφανιστής. Ο εμφανιστής βοηθά στο να τραβήξει το διεισδυτικό από την ασυνέχεια/αστοχία έτσι ώστε μια αόρατη ένδειξη να γίνει ορατή στον επιθεωρητή. Η επιθεώρηση πραγματοποιείται υπό υπεριώδες ή λευκό φως, ανάλογα με τον τύπο του διεισδυτικού που χρησιμοποιείται – φθορισμού ή μη φθορισμού (ορατό).
Το βασικό πλεονέκτημα των διεισδυτικών υγρών είναι η βοήθεια που προσφέρουν κατά τον οπτικό έλεγχο, επειδή κάνουν τις ασυνέχειες/αστοχίες εύκολα ορατές στον επιθεωρητή. Η μέθοδος παράγει μια ασυνέχεια/αστοχία πολύ μεγαλύτερη και ευκολότερα ανιχνεύσιμη στο μάτι σε σχέση με την ίδια την ασυνέχεια. Όπως πολλοί γνωρίζουμε, πολλές ασυνέχειες είναι πολύ μικρές ή έχουν πολύ στενό άνοιγμα, πράγμα που τις περισσότερες φορές τις κάνει μη ανιχνεύσιμες με γυμνό μάτι. Επίσης, τα διεισδυτικά υγρά βελτιώνουν την ανίχνευση των ασυνεχειών/αστοχιών, καθώς αυξάνουν την οπτική αντίθεση ανάμεσα στην ασυνέχεια και το φόντο. Συνήθως τα διεισδυτικά υγρά είναι κόκκινου χρώματος, ώστε να δίνουν τη μέγιστη αντίθεση με το λευκό εμφανιστή. Κατά συνέπεια, ο εμφανιστής συμβάλλει στην αύξηση του επιπέδου της οπτικής αντίθεσης και συγχρόνως αποδεσμεύει το παγιδευμένο διεισδυτικό υγρό που έχει εγκλωβιστεί μέσα στην ασυνέχεια. Όταν διεξάγεται έλεγχος με φθορίζοντα διεισδυτικά υγρά, τότε φθορίζουν και δίνουν φως σε όλο το μήκος της ασυνέχειας/αστοχίας. Επισημαίνεται ότι το μάτι είναι πιο ευαίσθητο σε συνθήκες φθορίζοντος φωτισμού.
ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΜΕ ΔΙΕΙΣΔΥΤΙΚΑ ΥΓΡΑ
1 Προ-καθαρισμός: Η υπό δοκιμή επιφάνεια, καθαρίζεται για την απομάκρυνση τυχόν ακαθαρσιών, χρωμάτων, λαδιών, λιπών, που θα μπορούσαν είτε να αποτρέψουν το διεισδυτικό να εισχωρήσει σε μια ασυνέχεια/αστοχία, είτε να προκαλέσουν άσχετες ή ψευδείς ενδείξεις. Οι μέθοδοι καθαρισμού μπορεί να περιλαμβάνουν διαλύτες, βήματα καθαρισμού με αλκαλικά, απομάκρυνση λιπαρών ουσιών με τη χρήση ατμού ή με υδροβολή. Ο τελικός στόχος αυτού του βήματος είναι μια καθαρή επιφάνεια όπου τυχόν ελαττώματα που υπάρχουν να είναι ανοιχτά στην επιφάνεια, στεγνά και χωρίς άλλες ουσίες.
2 Εφαρμογή του διεισδυτικού: Το διεισδυτικό εφαρμόζεται στη συνέχεια στην επιφάνεια του αντικειμένου που δοκιμάζεται. Το διεισδυτικό είναι συνήθως ένα λαμπρό χρωματιστό υγρό με υψηλή ικανότητα διαβροχής. Το διεισδυτικό αφήνεται (χρόνος παραμονής) να μουλιάσει στις πιθανές ασυνέχειες/αστοχίες (5 έως 30 λεπτά). Ο χρόνος παραμονής εξαρτάται κυρίως από το διεισδυτικό που χρησιμοποιείται, το υλικό που δοκιμάζεται και το μέγεθος των ασυνεχειών/αστοχιών που αναζητούνται. Όπως είναι αναμενόμενο, οι μικρότερες ασυνέχειες/αστοχίες απαιτούν μεγαλύτερο χρόνο διείσδυσης. Γενικά προτείνεται, να προσέχετε να μην εφαρμόζετε διεισδυτικό με βάση διαλύτη σε μια επιφάνεια η οποία πρέπει να επιθεωρείται με διεισδυτικό που πλένεται με νερό.
3 Αφαίρεση του επιπλέον διεισδυτικού: Το επιπλέον διεισδυτικό αφαιρείται στη συνέχεια από την επιφάνεια. Η μέθοδος αφαίρεσης εξαρτάται από τον τύπο του διεισδυτικού που χρησιμοποιείται. Κάποια αφαιρούνται με νερό (αφού έχουν βάση το νερό), άλλα με διαλύτες, άλλα είναι λιπόφιλα μετά-γαλακτωματοποιήσιμα ή υδρόφιλα μετά-γαλακτωματοποιήσιμα. Οι γαλακτωματοποιητές αντιπροσωπεύουν το υψηλότερο επίπεδο ευαισθησίας και αλληλεπιδρούν χημικά με το λιπαρό διεισδυτικό, ώστε να είναι δυνατό να αφαιρεθεί με ένα σπρέι νερού. Όταν χρησιμοποιείτε διαλύτη για την αφαίρεση του επιπλέον διεισδυτικού και πανί χωρίς χνούδι, είναι σημαντικό να μην ψεκάζετε τον διαλύτη απευθείας στην επιφάνεια δοκιμής, επειδή αυτό μπορεί να αφαιρέσει το διεισδυτικό από τις πιθανές ασυνέχειες/αστοχίες. Εάν το επιπλέον διεισδυτικό δεν αφαιρεθεί σωστά, μόλις εφαρμοστεί ο εμφανιστής, μπορεί να αφήσει ένα υπόλειμμα στην αναπτυγμένη περιοχή που μπορεί να καλύψει ενδείξεις ή πιθανά ελαττώματα. Επιπλέον, αυτό μπορεί επίσης να προκαλέσει ψευδείς ενδείξεις, οι οποίες δεν θα επιτρέψουν την διενέργεια κατάλληλης επιθεώρησης. Τέλος καλό είναι να γνωρίζετε, ότι η απομάκρυνση του υπερβολικού διεισδυτικού γίνεται προς μία κατεύθυνση είτε κάθετα είτε οριζόντια ανάλογα με την περίπτωση.
4 Εφαρμογή του εμφανιστή: Αφού αφαιρεθεί η περίσσεια του διεισδυτικού στο υπό έλεγχο κομμάτι, εφαρμόζεται ο εμφανιστής ο οποίος είναι λευκού χρώματος. Διατίθενται αρκετοί τύποι εμφανιστή, όπως: μη υδατικός υγρός, ξηράς σκόνης, εναιωρήσιμος στο νερό και υδατοδιαλυτός. Η επιλογή του εμφανιστή εξαρτάται από τη συμβατότητα με το διεισδυτικό (δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει υδατοδιαλυτό ή αιωρούμενο εμφανιστή με διεισδυτικό που πλένεται με νερό), καθώς και από τις συνθήκες του ελέγχου. Κατά τη χρήση μη υδατικού υγρού εμφανιστή ή ξηράς σκόνης, το δείγμα πρέπει να στεγνώσει πριν από την εφαρμογή, ενώ οι διαλυτοί και αιωρούμενοι εμφανιστές εφαρμόζονται με το υπό έλεγχο κομμάτι, να παραμένει ακόμη υγρό, από το προηγούμενο βήμα. Ο μη υδατικός υγρός εμφανιστής διατίθεται στο εμπόριο σε δοχεία ψεκασμού αερολύματος και μπορεί να χρησιμοποιεί ακετόνη, ισοπροπυλική αλκοόλη ή ένα προωθητικό που είναι συνδυασμός των δύο. Τέλος ο εμφανιστής πρέπει να σχηματίζει ημιδιαφανή, ομοιόμορφη επίστρωση στην επιφάνεια.
Ο εμφανιστής «τραβάει» (αποδεσμεύει το παγιδευμένο υγρό του διεισδυτή και αναδεικνύει στην επιφάνεια την ασυνέχεια/αστοχία) το διεισδυτικό από τα σημεία που υπάρχουν ασυνέχειες/αστοχίες, στην επιφάνεια του κομματιού και σχηματίζει μια ορατή ένδειξη. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων και ο χαρακτηρισμός των αστοχιών από τις ενδείξεις που βρέθηκαν συνήθως απαιτούν μια σχετική εκπαίδευση. Από ένα σημείο και μετά βέβαια μιλάει και η αποκτηθείσα εμπειρία. Αυτό που πρέπει να έχετε στο μυαλό σας είναι ότι το μέγεθος της ένδειξης δεν είναι και το πραγματικό μέγεθος της ασυνέχειας/αστοχίας.
5 Επιθεώρηση: Ο επιθεωρητής για να εξετάσει το υπό έλεγχο κομμάτι, στο οποίο έχει κάνει δοκιμή με διεισδυτική βαφή καλό θα είναι να χρησιμοποιήσει φως. Προτείνεται φως με επαρκή ένταση (περίπου 1100 lux). Στην περίπτωση ελέγχων με φθοριώδη διεισδυτικά υγρά (για ελέγχους σε χαμηλά επίπεδα φωτισμού), χρησιμοποιείται υπεριώδης ακτινοβολία (UV-A), έντασης περίπου 1.000 μικροβατ ανά εκατοστό τετραγωνικό. Η επιθεώρηση της επιφάνειας δοκιμής πρέπει να πραγματοποιηθεί μετά από 10 έως 30 λεπτά χρόνος (χρόνος που απαιτείται για τον εμφανιστή να λειτουργήσει) και εξαρτάται από το διεισδυτικό και τον εμφανιστή που χρησιμοποιούνται. Το χρονικό αυτό διάστημα επιτρέπει την εξαγωγή του εγκλωβισμένου διεισδυτικού υγρού από τις επιφανειακές ασυνέχειες/αστοχίες. Ο επιθεωρητής (ή όποιο άτομο πραγματοποιεί τον έλεγχο) έπειτα παρατηρεί το δείγμα για σχηματισμό ενδείξεων ασυνεχειών/αστοχιών όταν χρησιμοποιεί ορατή βαφή. Είναι επίσης καλή πρακτική να παρατηρείτε τις ενδείξεις αυτές, καθώς σχηματίζονται. Στη συνέχεια ο επιθεωρητής καθορίζει το αν μια ασυνέχεια/αστοχία είναι αποδεκτή. Επίσης προσπαθεί να καθορίσει την ασυνέχεια (όρια, θέση, διαστάσεις). Ένα πολύ σημαντικό βήμα στην αξιολόγηση είναι η αποτύπωση του ελεγχόμενου αντικειμένου και η λεπτομερής αναφορά και καταγραφή της κατάστασής του σε τεχνικό έντυπο.
6 Καθαρισμός μετά τον έλεγχο: Η επιφάνεια στην οποία πραγματοποιήθηκε η δοκιμή πρέπει να καθαριστεί μετά από την επιθεώρηση και την καταγραφή πιθανών ασυνεχειών/αστοχιών, διότι διαφορετικά μπορεί να επηρεαστεί το υπό δοκιμή κομμάτι κατά τη χρήση του.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ
Κλείνοντας αυτό το πρακτικό αφιέρωμα, κρατάμε τα τρία κύρια πλεονεκτήματα των διεισδυτικών υγρών σε σχέση με τις άλλες τεχνικές μη Καταστροφικών Δοκιμών:
- Η εφαρμογή των διεισδυτικών υγρών, μια σχετικά απλή και εύκολη τεχνική, είναι πολύ εύκολα εφαρμόσιμη αρκεί να τηρηθούν κάποιες ουσιώδεις οδηγίες.
- Δεν απαιτούν πολύπλοκο ή πολυδάπανο εξοπλισμό.
- Μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο σε ηλεκτρικά αγώγιμα, όσο και σε μη αγώγιμα υλικά, σιδηρομαγνητικά είτε μη-σιδηρομαγνητικά.