Πίσω στη δεκαετία του 1990, ο Ray Anderson, ιδρυτής και πρόεδρος της Interface, η οποία δραστηροποιείται στην κατασκευή εμπορικών δαπέδων, συνειδητοποίησε ότι η εταιρεία του ήταν υπεύθυνη για σημαντικό ποσοστό περιβαλλοντικής ζημίας, συμπεριλαμβανομένης της σπατάλης των φυσικών πόρων και της απελευθέρωσης τοξικών χημικών ουσιών στο περιβάλλον. Έθεσε ως στόχο να μετατρέψει την Interface σε εταιρεία μηδενικών αποβλήτων έως το 2020.

Τις επόμενες δεκαετίες, η Interface επένδυσε και εφάρμοσε μια σειρά πρωτοβουλιών βιωσιμότητας, όπως η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η μείωση των αποβλήτων και η αύξηση της χρήσης ανακυκλωμένων υλικών. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία μπόρεσε να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 96%, να μειώσει τη χρήση νερού κατά 88% και να επιτύχει μηδενικά απόβλητα σε όλες τις εγκαταστάσεις παραγωγής της.

Η Tesla είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς οι πράσινες βιομηχανικές πρακτικές μπορούν να οδηγήσουν στην καινοτομία και να δημιουργήσουν μια νέα αγορά. Η εστίαση της Tesla στη βιώσιμη ενέργεια οδήγησε την εταιρεία στην ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών μπαταριών και στην κατασκευή συστημάτων αποθήκευσης ηλιακής ενέργειας μεγάλης κλίμακας. Επιπλέον, οι διαδικασίες κατασκευής της Tesla έχουν σχεδιαστεί για την ελαχιστοποίηση των αποβλήτων και τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας.

Η σουηδική εταιρεία ΙΚΕΑ έχει δεσμευτεί να γίνει 100% κυκλική και κλιματικά θετική μέχρι το 2030. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται στα προϊόντα της ΙΚΕΑ θα είναι είτε ανανεώσιμα είτε ανακυκλωμένα, και οι λειτουργίες της εταιρείας θα τροφοδοτούνται εξ ολοκλήρου με ανανεώσιμη ενέργεια.
Στρέφοντας το μικροσκόπιο στην εγχώρια βιομηχανία, στο μεγάλο αφιέρωμα «Η Πράσινη μετάβαση στη Βιομηχανία» φιλοξενούνται παραδείγματα επιχειρήσεων που πρωτοστατούν στη βιώσιμη ανάπτυξη και έχουν επιτύχει μειωμένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αυξημένη ενεργειακή απόδοση, μειωμένα απόβλητα και ενισχυμένη ανταγωνιστικότητα. Με την υιοθέτηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, βιώσιμων υλικών, αρχών κυκλικής οικονομίας και καινοτόμων τεχνολογιών, οι βιομηχανίες κατάφεραν να μειώσουν τις περιβαλλοντικές τους επιπτώσεις, να βελτιώσουν τα αποτελέσματά τους και να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση για βιώσιμα προϊόντα.
Στη διαδρομή της πράσινης μετάβασης των βιομηχανιών ωστόσο δεν εκλείπουν οι προκλήσεις. Το κόστος μετάβασης στην πράσινη μεταποίηση είναι υψηλό και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο για την υιοθέτηση. Η εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών απαιτεί συχνά επενδύσεις κεφαλαίου σε νέα τεχνολογία, εξοπλισμό και εκπαίδευση. Αυτό το υψηλό κόστος εφαρμογής αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) με περιορισμένους οικονομικούς πόρους. Επιπλέον, η υιοθέτηση πρακτικών πράσινης μεταποίησης απαιτεί συχνά εξειδικευμένες δεξιότητες και γνώσεις, οι οποίες δεν είναι άμεσα διαθέσιμες στο εργατικό δυναμικό.
Η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών παραγωγής δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες εταιρείες, αλλά επεκτείνεται και στις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Η έλλειψη βιώσιμων πρακτικών στην αλυσίδα εφοδιασμού μπορεί να εμποδίσει τη συνολική βιωσιμότητα της διαδικασίας παραγωγής. Οι βιομηχανίες μπορούν να συνεργαστούν με τους προμηθευτές τους για να ενθαρρύνουν την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών.
H μεγαλύτερη πρόκληση διατυπώνεται από την Dr. Kirsten Dunlop, CEO του EIT Climate-KIC. Στην αποκλειστική συνέντευξη η Dunlop σημειώνει ότι η κινητοποίηση για το κλίμα δεν αφορά το κλίμα αυτό καθαυτό. Πρόκειται ουσιαστικά για τον ανθρώπινο μετασχηματισμό, το μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες και οι οικονομίες μας σκέφτονται, ζουν, λαμβάνουν αποφάσεις και κάνουν επιλογές σεβόμενες τη σχέση μεταξύ τους, αλλά και με τα υλικά, τους πόρους και το φυσικό περιβάλλον. •