Αποκαλυπτική ως προς τον κλάδο των σπορέλαιων και των μαργαρινών είναι μελέτη της ICAP CRIF. Συγκεκριμένα, ο κλάδος των σπορέλαιων φαίνεται να κερδίζει έδαφος στην εγχώρια αγορά τα τελευταία έτη, ενώ σε χαμηλά επίπεδα κυμαίνεται η αγορά των μαργαρινών στη χώρα μας. Η τιμή των σπορέλαιων και μαργαρινών σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και την τιμή πώλησης των υποκατάστατων προϊόντων κατευθύνει τη ζήτηση στον εξεταζόμενο κλάδο. Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτικές προτιμήσεις επιδρούν στη ζήτηση ανεξάρτητα από το εισόδημα των νοικοκυριών, με ορισμένους καταναλωτές να προτιμούν το ελαιόλαδο με την πεποίθηση ότι είναι πιο υγιεινό, ενώ οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τα εξεταζόμενα προϊόντα ως πρώτη ύλη λόγω χαμηλότερης τιμής.
Πώς διαμορφώνεται η αγορά για τα δύο είδη
Στην αγορά των σπορέλαιων και μαργαρινών δραστηριοποιούνται εταιρείες οι οποίες παράγουν, επεξεργάζονται και τυποποιούν τα προϊόντα, καθώς και επιχειρήσεις που ασχολούνται μόνο με την τυποποίηση. Επίσης, αρκετές εταιρείες στον ευρύτερο κλάδο των ειδών διατροφής εισάγουν και διαθέτουν στην αγορά τα εξεταζόμενα προϊόντα.
Σημειώνεται ότι η βιομηχανία των σπορέλαιων – μαργαρινών χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό ανομοιογένειας σε επίπεδο επιχειρήσεων. Αξιόλογο μέρος της παραγωγής καλύπτεται από ένα σχετικά μικρό αριθμό εταιρειών μεγάλου μεγέθους, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο των φυτικών ελαίων και διαθέτουν στην αγορά προϊόντα με γνωστά και ισχυρά brands.
Τι εισάγεται, τι παράγεται
Όπως αναφέρει η μελέτη, από τα σπορέλαια που διακινούνται στην ελληνική αγορά, το βαμβακέλαιο είναι σχεδόν αποκλειστικά εγχώρια παραγόμενο προϊόν, λόγω της υψηλής εγχώριας παραγωγής βαμβακιού. Αντίθετα, το αραβοσιτέλαιο είναι εισαγόμενο, εφόσον η εγχώρια παραγωγή είναι σχετικά χαμηλή (και προέρχεται από εισαγόμενους σπόρους). Το σογιέλαιο είναι μεν εγχωρίως παραγόμενο προϊόν, αλλά από εισαγόμενους σπόρους, ενώ το ηλιέλαιο προέρχεται τόσο από την εγχώρια παραγωγή όσο και από εισαγωγές. Αναφορικά με την αγορά των μαργαρινών, το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης προέρχεται από την ελληνική παραγωγή, ενώ οι εισαγωγές κυμαίνονται σε χαμηλότερα επίπεδα
Πώς κινήθηκε η παραγωγή
Σύμφωνα με τη Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η συνολική εγχώρια παραγωγή σπορέλαιων σημειώνει ανοδική πορεία την περίοδο 2015 – 2022 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,2%. Την τελευταία διετία η συνολική εγχώρια παραγωγή σπορέλαιων ενισχύεται ετησίως, με ρυθμό 5,9% το 2021 και 2,8% το 2022 αντίστοιχα. Διαφορετικούς ρυθμούς μεταβολής σημειώνει η παραγωγή των επιμέρους κατηγοριών σπορέλαιων, με το αραβοσιτέλαιο και το ηλιέλαιο να παρουσιάζουν την υψηλότερη άνοδο την τελευταία πενταετία (2018 – 2022), καθώς σωρευτικά η παραγωγή τους αυξήθηκε κατά 46,2% και 32,5% αντίστοιχα. Παράλληλα, η παραγωγή σογιέλαιου αυξήθηκε σωρευτικά 14,5%, το ίδιο χρονικό διάστημα, ενώ του βαμβακέλαιου κατέγραψε αυξομειώσεις και κυμαίνεται διαχρονικά σε χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, η εγχώρια παραγωγή μαργαρίνης αυξήθηκε την περίοδο 2021 – 2022 με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5%, έπειτα από τη μείωση που εμφάνισε το 2020 (-6,8% 2020/19).