Την ώρα που ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία, μειώνουν δραστικά το κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία, στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις παλεύουν με υψηλές τιμές και καθυστερήσεις στις επιδοτήσεις.
Την ώρα που ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία, μειώνουν δραστικά το κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία, στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις παλεύουν με υψηλές τιμές και καθυστερήσεις στις επιδοτήσεις. Χωρίς άμεσες λύσεις, οι ενεργοβόροι κλάδοι κινδυνεύουν με συρρίκνωση, επηρεάζοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας στην αγορά.
Την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα καθυστερεί με διάφορα προσχήματα η καταβολή ακόμη και των νόμιμων και εγκεκριμένων επιδοτήσεων, άλλες χώρες εφαρμόζουν γενναία βιομηχανική πολιτική εξασφαλίζοντας ισχυρά πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις τους στο διεθνή ανταγωνισμό. Τελευταίο παράδειγμα η Ιταλία, η οποία σύμφωνα με δημοσίευμα του Montel πρόκειται να δημοπρατήσει 20 TWh ενέργειας σε ενεργοβόρες βιομηχανίες με EUR 60/MWh –περίπου στη μισή τιμή από τις τρέχουσες χονδρεμπορικές τιμές– για να μειώσει τις αυξανόμενες ενεργειακές δαπάνες.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο συνολικός όγκος που θα δημοπρατηθεί αντιστοιχεί περίπου στο 7% της ζήτησης ενέργειας της χώρας και θα καλύψει μια χρονική περίοδο τριών ετών. Το πρόγραμμα ανακοινώθηκε επίσημα από τον υπουργό Ενέργειας, Gilberto Pichetto Fratin, αν και δεν παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με τον όγκο ή την τιμή. «Απελευθερώνουμε ένα εργαλείο που στοχεύει στην υποστήριξη της μετάβασης του βιομηχανικού μας τομέα προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός.
Η απόφαση αυτή θα παράσχει υποστήριξη σε ενεργοβόρες βιομηχανίες που αντιπροσωπεύουν βασικό κομμάτι του παραγωγικού ιστού της Ιταλίας, παρέχοντάς τους πρόσβαση σε χαμηλότερες τιμές για να μειώσουν τις δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας.
Η υποστήριξη θα παρέχεται μέσω contracts for differences και σε αντάλλαγμα οι εταιρείες πρέπει να δεσμευτούν ότι θα κατασκευάσουν νέες μονάδες ΑΠΕ με ελάχιστη ισχύ 200 kW ή θα αναβαθμίσουν υφιστάμενες μέσα σε 40 μήνες και στη συνέχεια θα πουλήσουν πίσω την ίδια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας για 20 χρόνια στην αρχική μειωμένη τιμή των 60 ευρώ/MWh.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές της ενέργειας στην Ιταλία αυτή τη στιγμή είναι στα 125 ευρώ/MWh και είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, λόγω της εξάρτησης της χώρας από το φυσικό αέριο.
Την ίδια στιγμή που στην Ιταλία η κυβέρνηση προχωρά σε επιδότηση του κόστους ενέργειας για τη βιομηχανία της στην Ελλάδα συνεχίζονται τα προβλήματα για τις ενεργοβόρες βιομηχανικές επιχειρήσεις.
Μάλιστα στη χώρα μας δεν είναι μόνο οι υψηλές τιμές ενέργειας που δημιουργούν συνθήκες οικονομικής ασφυξίας. Οξύτατο πρόβλημα δημιουργεί για τον κλάδο και η σημαντική καθυστέρηση στην εκταμίευση των κρατικών ενισχύσεων που φτάνει στην περίπτωση του ΕΤΜΕΑΡ στα τρία έτη. Σοβαρά προβλήματα υπάρχουν επίσης και σε σχέση με την αντιστάθμιση αλλά και σε σχέση με το TCTF.
Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με το ΕΤΜΕΑΡ θα πρέπει να σημειωθεί ότι μειωμένο τέλος δικαιούται μόνον οι επιλέξιμες βιομηχανίες. Πλην όμως δεν έχει εφαρμοστεί η ορθή χρέωση του ΕΤΜΕΑΡ exante, αλλά συνεχίζεται η χρέωση βάσει της τάσης δικτύου που η κάθε επιχείρηση είναι συνδεδεμένη. Αποτέλεσμα όλες οι βιομηχανίες στη ΜΤ πληρώνουν 8.78 €/MWh και πρέπει να περιμένουν τον ΔΑΠΕΕΠ να κάνει την εκκαθάριση για να τους επιστρέψει τη διαφορά από τα 8,78 έως τα 2,55€/MWh. Συνολικά υπολογίζεται ότι οφείλονται 40 εκατ. ευρώ από το 2021. Σημειωτέον ότι η εκκαθάριση του 2021 έχει ολοκληρωθεί, αλλά δεν έχει γίνει η εκταμίευση με την αιτιολογία ότι δεν έχουν εισπραχθεί για το 2019 και το 2020 τα ποσά που οφείλουν όσοι κακώς ωφελήθηκαν από τη χρέωση του 8.78, ενώ όφειλαν να πληρώνουν 17€/MWh.
Αποτέλεσμα: Oφείλονται 160 εκατ. ευρώ για το 2021, 2022, 2022, 2023 για τις βιομηχανίες ΜΤ, και 10 εκατ. ευρώ για μεγάλες βιομηχανίες στη ΥΤ. Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι δεν θα εισπράξει τα ποσά που οφείλονται από τις επιχειρήσεις που παράνομα πλήρωσαν μειωμένο ΕΤΜΕΑΡ. Το πρόβλημα βεβαίως παραμένει καθώς συνεχίζεται η λάθος χρέωση του ΕΤΜΕΑΡ και καθυστερεί η κοινοποίηση νέου μηχανισμού στην ΕΕ, όπως ήταν υποχρεωμένη η κυβέρνηση έως τις 31.12.2023.
Εκτός από το ΕΤΜΕΑΡ πρόβλημα υπάρχει και με την αντιστάθμιση. Και αυτό διότι δεν έχει προσδιοριστεί το ύψος του ΦΠΑ ενώ επιπρόσθετα δημιουργήθηκε αγκάθι με την επιβολή χαρτοσήμου με αποτέλεσμα ο ΔΑΠΕΕΠ να μην αποδίδει τα ποσά της Αντιστάθμισης του 2023. Το ποσό υπολογίζεται στα 250 εκατ. ευρώ.
Τέλος, παρά το γεγονός ότι βγήκε πέρυσι η εγκριτική από την ΕΕ για το TCTF, ακόμη η βιομηχανία αναμένει την υπουργική απόφαση. Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται μόνο για τις βιομηχανίες που είχαν το 2023 μειωμένο EBITDA 40% σε σύγκριση με το 2021, δηλαδή για τις βιομηχανίες που έχουν υποστεί σημαντικό οικονομικό πλήγμα.
Επιδημία λουκέτων
Όπως ανέφερε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, Αντώνης Κοντολέων, μιλώντας σε συνέδριο του ΙΕΝΕ στη Θεσσαλονίκη, σήμερα βλέπουμε ενεργοβόρους κλάδους, όπως οι χαλυβουργίες να συρρικνώνονται, καθώς επιβαρύνονται με μη ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας, παρά την πτώση των τιμών.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία το κόστος ενέργειας για τις ελληνικές βιομηχανίες, ιδίως τις ενεργοβόρες, είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές μας. Αποτέλεσμα να σβήνουν φουγάρα και ο κλάδος της μεταποίησης να δέχεται πλήγματα αντί να αυξάνει το μερίδιό του.
Όπως είπε ο κ. Κοντολέων πολυεθνικές βιομηχανίες κλείνουν τα εργοστάσια τους στη χώρα μας μη βλέποντας φως στο τούνελ όπως η ΓΙΟΥΛΑ και η Sonoco Alcore. Ο ίδιος υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει ένα συνεκτικό σχέδιο αυτονόητων μέτρων στήριξης και θωράκισης των βιομηχανιών έντασης ενέργειας πριν είναι πολύ αργά. Σύμφωνα με τον ίδιο οι τιμές ενέργεια στη χώρα μας είναι μη ανταγωνιστικές για μια σειρά από λόγους.
Η διαφορά με τις άλλες χώρες της Ευρώπης οφείλεται αφενός στις υψηλότερες τιμές της ελληνικής χονδρεμπορικής αγοράς, αφετέρου στις χαμηλότερες εκπτώσεις για τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις που ισχύουν στη χώρα μας για τις μεγάλες βιομηχανίες και στις «κουτσουρεμένες» κρατικές ενισχύσεις που δίδονται στις επιλέξιμες βιομηχανίες σε σύγκριση με εκείνες που τυγχάνουν οι αντίστοιχες γερμανικές και γαλλικές βιομηχανίες.