Αν ο Covid-19 έφερε την έννοια της ατομικής ευθύνης στο καθημερινό μας λεξιλόγιο για έναν ολόκληρο χρόνο, οι διαρκείς αναταράξεις και μεταβολές στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό την τελευταία δεκαετία εισήγαγαν την κοινωνική ευθύνη σε κάθε συζήτηση, που αφορά τον σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο. Έως και σχετικά προσφάτως, οι βιομηχανικοί οργανισμοί αναφέρονταν στην ίδια πρόταση με την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον, μόνο στα πλαίσια κάποιας γενναιόδωρης χορηγίας ή μιας ευφάνταστης κίνησης εντυπωσιασμού.

Φυσικά, κανείς ποτέ δεν είπε όχι σε μία πιθανή δωρεά και η αξία τέτοιων ενεργειών είχαν πάντα πρακτικό αντίκτυπο στις κοινωνίες, όμως όπως έχει γίνει ιδιαίτερα αντιληπτό τα τελευταία χρόνια, στα σύγχρονα καθήκοντα των βιομηχανικών ομίλων πλέον συγκαταλέγονται η υγιής συνύπαρξη με τον ευρύτερο κοινωνικό ιστό (είτε αναφορικά με τη στάση τους απέναντι στο ανθρώπινο δυναμικό, είτε ως προς την αλληλεπίδρασή τους με τις κοινότητες που τους περιβάλλουν) και η έμπρακτη στήριξη και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Η εκδήλωση καλών προθέσεων και οι πομπώδεις διακηρύξεις που δεν μεταφράζονται σε έργα ανήκουν πλέον σε περασμένες εποχές. Η αρμονική αλληλεπίδραση των σύγχρονων φορέων με το σύνολο της κοινωνίας στην οποία εντάσσονται, οφείλει να είναι κάτι δεδομένο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ένα από τα θεμελιώδη σημεία αναφοράς της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, τη σειρά των βασικών αρχών που όρισε προ 78 ετών ο θρυλικός Robert Wood Johnson, τότε διευθύνων πρόεδρος της Johnson & Johnson.

Το «Our Credo», όπως τιτλοφορείται και είναι γνωστό στον επιχειρηματικό κόσμο, έκανε ήδη λόγο για παροχή στήριξης από τις εταιρείες μέσω μεγάλων κοινωνικών έργων και φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών, όμως συγχρόνως μιλούσε και για την ευθύνη που φέρουν οι εταιρικοί οργανισμοί απέναντι στους πελάτες, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν τη μείωση των εταιρικών δαπανών και τη διατήρηση χαμηλών τιμών στα προσφερόμενα προϊόντα, καθώς και για την ευθύνη των διοικήσεων απέναντι στο σύνολο των εργαζομένων τους, το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την αναγνώριση της αξίας τους μέσω ηθικών και οικονομικών αποζημιώσεων, τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών και τη διαμόρφωση ασφαλών εργασιακών περιβαλλόντων.

Ξεπερνώντας μάλιστα τις προσδοκίες της εποχής, ο Johnson έβαλε στη συζήτηση την υποχρέωση των βιομηχανικών οργανισμών να εισακούν τις κοινότητες των ανθρώπων από τις οποίες περιβάλλονται, να στηρίζουν τομείς-πυλώνες της κοινωνίας όπως αυτοί της υγείας και της εκπαίδευσης, καθώς και να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που συμβάλλουν έμπρακτα στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Καθόλου άσχημα για το 1943, έτσι;

Παρά λοιπόν τα δυσάρεστα απρόοπτα που μας επιφύλασσε η περίοδος 2020-21, έχουμε την τύχη να ζούμε σε μία εποχή όπου ο κώδικας δεοντολογίας ενός ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της παγκόσμιας βιομηχανίας εμπνέεται και κάνει πράξη το βιβλίο του Johnson, χωρίς να περιορίζεται απλά στην αποφυγή ανήθικων ή παράτυπων επιχειρηματικών πρακτικών. Μέρος της σύγχρονης δεοντολογίας αποτελούν οι επίσημες δεσμεύσεις όσον αφορά στο σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε ενδοεταιρικό -και όχι μόνο- επίπεδο και η παραδοχή πως ο βιομηχανικός κόσμος οφείλει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι, κάθε φορέας που θέλει να σέβεται τους διεθνείς κανόνες και τη θέση του εντός του κοινωνικού φάσματος, έχει σαν επιπλέον στόχο τη δημιουργία ενός πολιτιστικά πλουραλιστικού και πολυφωνικού περιβάλλοντος, που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το κοινωνικό οικοσύστημα και στο οποίο οι ορθές εργασιακές πρακτικές συναντούν και προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες εξωτερικές συνθήκες.

Πρόκειται για δύσκολο στοίχημα αλλά, αλήθεια, ποιος θα έφτανε να διαβάζει έως τέλους το παρόν editorial αν δεν ενδιαφερόταν για μια ουσιαστική επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα;