Αποτελεί αυταπόδεικτο γεγονός ότι η συχνότητα των εργατικών ατυχημάτων αυξάνεται τα τελευταία χρόνια και σε συνδυασμό με την μείωση δαπανών, στην οποία στοχεύουν οι επιχειρήσεις λόγω της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, παρατηρούνται ελλείψεις και παρατυπίες κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους. Τέτοιες ελλείψεις μπορεί να είναι η μη συντήρηση του εξοπλισμού, η μη εκπαίδευση του προσωπικού ως προς την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, η μη ενημέρωσή του για τους κίνδυνους που διατρέχει κατά την εργασία του, οι οποίες συνιστούν δυνητικές πηγές κινδύνου και αιτίες εργατικών ατυχημάτων, με αποτέλεσμα ο αριθμός αυτών να αυξάνεται ανησυχητικά.
Η έννοια του εργατικού ατυχήματος ορίζεται στο άρθρο 1 του Ν. 551/1915 και για την στοιχειοθέτησή του απαιτείται η ύπαρξη ενός βίαιου συμβάντος, το οποίο επέρχεται κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής και πλήττει το μισθωτό, επιφέροντας βλάβη της υγείας του ή απώλεια της ζωής του ή ανικανότητα για εργασία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ημερών, εκτός αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του παθόντος. Προϋποθέσεις, λοιπόν, για να θεωρηθεί μία σωματική βλάβη ή ένας θάνατος ως εργατικό ατύχημα είναι:

• Nα έχει συμβεί στον χώρο που ευρίσκεται ο εργαζόμενος με τη ρητή ή σιωπηρή συγκατάθεση του εργοδότη για την άσκηση των εργασιακών του καθηκόντων (τοπικός σύνδεσμος).

• Να συντελεσθεί κατά τον χρόνο απασχόλησής του, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την παρεχόμενη απ’ αυτόν εργασία για το συμφέρον και προς εξυπηρέτηση του εργοδότη (χρονικός σύνδεσμος).

Αντίθετα, δε μπορεί να νοηθεί ως εργατικό ατύχημα η συγγενής περίπτωση της επαγγελματικής ασθένειας, στην οποία το βλαπτικό γεγονός επέρχεται σταδιακά και όχι αιφνίδια και που είναι σύμφυτη με τη φύση της εργασίας (βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα), ούτε ο θάνατος ή η βλάβη που προκαλούνται υπό κανονικές συνθήκες εργασίας. Κατά συνέπεια, με το παρόν άρθρο επιχειρείται μια νομική προσέγγιση του νομοθετικού πλαισίου, που διέπει το εργατικό ατύχημα και της ευθύνης που αυτό επάγεται για τον μηχανικό.

ΟΡΙΑ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η έννοια του εργατικού ατυχήματος συνδέεται άρρηκτα με την ευθύνη του εργοδότη ή άλλως του «κυρίου της επιχείρησης», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Ν. 551/1915, («γενική αρχή ευθύνης εργοδότη»). Ωστόσο, υπάρχουν φορείς – πρόσωπα, που συμβάλλουν ουσιωδώς στην άρτια λειτουργία μιας επιχείρησης, στην επιτυχή εκτέλεση ενός έργου, αναλαμβάνοντας κάθε ευθύνη ποινικής και αστικής φύσης. Τέτοιοι φορείς – επαγγελματίες είναι ο μηχανικός, ο οποίος αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης ενός τεχνικού έργου, ο μηχανικός εργοταξίου, ο μηχανικός παραγωγής σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, ο μηχανικός συντήρησης σε ένα κτιριακό συγκρότημα, των οποίων αρμοδιότητα είναι η επίβλεψη όλων των σταθμών εργασίας, της ορθής λειτουργίας της γραμμής παραγωγής και της συντήρησης του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού αντίστοιχα (το παρόν άρθρο δεν πραγματεύεται την ευθύνη του Τεχνικού Ασφαλείας για τον οποίο υπάρχει ειδικό θεσμικό πλαίσιο). Πράγματι, ο μηχανικός, ανεξαρτήτως της ειδικότητας του, αναλαμβάνει ένα πλέγμα πρακτικών και ουσιαστικών υποχρεώσεων, όπως είναι:

• ο έλεγχος και η έγκριση του εξοπλισμού και των μηχανημάτων, σύμφωνα με τα ισχύοντα πρότυπα και τους κανονισμούς,
• η κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού,
• η μέριμνα για την τήρηση των οδηγιών του και όλων των προδιαγραφών ασφαλείας και
• η άρση τυχόν επικίνδυνων περιστατικών ασφαλείας.
Η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών επιφέρουν τις αντίστοιχες έννομες συνέπειες, οι οποίες και θα αναλυθούν κατωτέρω.

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Ο μηχανικός ευθύνεται για εξ αμελείας ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη εργαζομένου (εργατικό ατύχημα) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, μόνον εφόσον παραβίασε αντικειμενικά ένα οφειλόμενο καθήκον επιμέλειας, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση του ανωτέρω εγκληματικού αποτελέσματος. Τέτοιοι κανόνες επιμέλειας μπορεί να αντλούνται από το νόμο, όπου περιλαμβάνονται συγκεκριμένες διατάξεις που ρυθμίζουν τα καθήκοντά του, από τους κανόνες της επιστήμης και της πρακτικής, καθώς και τις περιστάσεις. Τα καθήκοντα αυτά δεν θεμελιώνουν κάποιο γενικό καθήκον μέριμνας και προσοχής για την αποτροπή της επέλευσης του εγκληματικού αυτού αποτελέσματος.
Έτσι λοιπόν, για τη θεμελίωση του καθήκοντος επιμέλειας, βάσει του οποίου θα κριθεί η ποινική ευθύνη του μηχανικού, τίθεται ως σημείο αξιολόγησης η ένταση του κινδύνου, έτσι ώστε η αξίωση επιμελείας είναι τόσο υψηλότερη, όσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα βλάβης, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει διαγνώσιμη επικινδυνότητα της πράξης. Συνεπώς, αν ένας οφθαλμοφανής σοβαρός κίνδυνος, σε χώρο εργασίας του οποίου την ευθύνη έχει ο μηχανικός, αποτελέσει την αιτία εργατικού ατυχήματος, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να θεμελιωθεί καθήκον επιμέλειας και να καταλογιστεί ποινική ευθύνη.

Επίσης, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι, οι οποίοι δεν εκδηλώθηκαν από κάποια επικίνδυνη πράξη του μηχανικού αλλά από άλλες πηγές κινδύνου, τις οποίες ο μηχανικός δεν είναι υποχρεωμένος να τις ελέγξει, βάσει των ειδικών καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί συμβατικώς και εκ του νόμου, δε θεμελιώνουν ποινική του ευθύνη και είναι αδύνατο να καθιερωθεί για τον ίδιο το «γενικό τεκμήριο ευθύνης», όπως αυτό νομίμως και προδήλως ισχύει για τον εργοδότη.

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, οφείλεται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης ή/και ψυχικής οδύνης, εφόσον συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αρκεί δηλαδή να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια των εμπλεκομένων και όχι η ειδική αμέλεια του άρθρου 16 του Ν. 551/1915 περί τήρησης των απαιτούμενων όρων ασφαλείας. Η αμέλεια συνίσταται στη μη καταβολή της δέουσας προσοχής και επιμέλειας, που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλει (330 ΑΚ). Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ότι ο μηχανικός που επιβλέπει εν τοις πράγμασιν την εκτέλεση ενός έργου, την ορθή λειτουργία της παραγωγής, τη συντήρηση του εξοπλισμού μιας επιχείρησης, έστω και εάν η επίβλεψη αυτή λάβει χώρα ευκαιριακά, έχει τις ίδιες υποχρεώσεις με τον εργοδότη ως προς τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας για την πρόληψη εργατικού ατυχήματος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 330 και 914 ΑΚ.

Κατά συνέπεια, αν με υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του ως προς τη τήρηση των μέτρων ασφαλείας λάβει χώρα εργατικό ατύχημα, ο μηχανικός ενέχεται έναντι του παθόντος μισθωτού σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του και σε περίπτωση θανάτου στη σύζυγο και τους συγγενείς του προς αποκατάσταση της ψυχικής τους οδύνης, κατά τις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις των άρθρων 330, 914 και 932 ΑΚ. Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε την καθοριστική σημασία της σχέσης πρόστησης (922 ΑΚ). Αν τεκμαίρεται, τότε ακόμα και σε περίπτωση καταδίκης μηχανικού σε πολιτικό δικαστήριο, η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης μετακυλίεται στον προστήσαντα (εργοδότη). Χαρακτηριστικότερη τεκμηρίωση της σχέσης πρόστησης είναι η απασχόληση του μηχανικού με εξαρτημένη σχέση εργασίας ή η τεκμηρίωση της μέσα από ειδικούς όρους της σύμβαση παροχής υπηρεσίας, που υπέγραψε ο μηχανικός με τον εργοδότη του.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Λαμβάνοντας υπόψη την ελληνική πραγματικότητα στον κλάδο της παραγωγής στη βιομηχανία και βιοτεχνία, της συντήρησης εγκαταστάσεων, της κατασκευής δημόσιων και ιδιωτικών έργων, προκύπτει ότι ο προσδιορισμός των ευθυνών για τον μηχανικό είναι ένα ασαφές πεδίο, το οποίο για να επιλυθεί απαιτείται νομική υποστήριξη και μία σειρά επίπονων και πολύπλοκων διαδικασιών.

Ο μηχανικός εκτελεί τα καθήκοντα του κάτω από αντικειμενικά δυσμενείς συνθήκες εργασίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από δυσλειτουργία και ανεπάρκεια υποδομών και εξοπλισμού, ασαφή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εμπλεκομένων, αδυναμία αποτελεσματικού ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές.
Οι ανωτέρω συνθήκες αντιμετωπίζονται από την δικαστηριακή πρακτική με σκεπτικισμό και με την προσθήκη όλο και περισσότερο ευθυνών στους μηχανικούς, ποινικοποιώντας, παράλληλα, κάθε αντισυμβατική συμπεριφορά τους. Για το λόγο αυτό καθίσταται υψίστης σπουδαιότητας η κατάλληλη εκπαίδευση κάθε μηχανικού, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, σε θέματα Ασφάλειας και Υγείας στην εργασία.

Δυστυχώς, η ανώτατη και ανώτερη εκπαίδευση των μηχανικών στη χώρα μας δεν περιλαμβάνει τα θέματα Ασφάλειας και Υγείας της εργασίας ή τα προσεγγίζει σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο.
Μόνη διέξοδος για τους μηχανικούς είναι να απευθυνθούν σε εξειδικευμένους συμβούλους, οι οποίοι με την επαγγελματική τους επάρκεια και τεχνογνωσία θα παρέχουν ουσιαστική γνώση στην ορθή και πλήρη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας μέσω πρακτικής θεματολογίας, αποκλειστικά προσαρμοσμένης στις ανάγκες του επαγγέλματος του μηχανικού, ενός τεχνικά συναρπαστικού επαγγέλματος που εμπεριέχει, όμως, τεράστιες ευθύνες, κινδύνους και αβεβαιότητες.Τέλος, οι εξειδικευμένοι σύμβουλοι με την πολύχρονη εμπειρία τους θα συμβάλλουν ουσιωδώς στην προάσπιση του ρόλου και της θέσης κάθε μηχανικού και κατ’ επέκταση στην πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων.