O ρόλος των Millenials και Gen Zs στην καταναλωτική έκρηξη των plant based προϊόντων και το παράδοξο με τις τιμές στην Ελλάδα, τα αδιάσειστα στοιχεία, η θέση των γαλακτοβιομηχανιών και τι παράγει ένα πιλοτικό «εργοστάσιο» στο Δημόκριτο.

Όχι πριν από πολλές δεκαετίες, αν κάποιος ρωτούσε οποιοδήποτε παιδί σχετικά με το τι είναι το γάλα και από που το παίρνουμε, ένα ήταν σίγουρο: Το γάλα είναι λευκό και προέρχεται από τις αγελάδες. Σήμερα, αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν και έγιναν οι γενιές Millenials και Gen Ζs, οι γενιές που έμελλε να αλλάξουν τις διατροφικές καταναλωτικές συνήθειες, επηρεάζοντας με τις καταναλωτικές επιλογές τους τις επόμενες, αλλά και τις προηγούμενες γενιές.

Είναι, όμως, το φυτικό γάλα μια καινούρια ανακάλυψη; Μάλλον όχι. Στην πραγματικότητα, τα πρώτα ίχνη χρήσης του όρου «φυτικό γάλα» ανάγονται στην αρχαία Ρώμη και πιο συγκεκριμένα στον 4ο αιώνα μ.Χ. Το μόνο γαστρονομικό έργο από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που έχει διασωθεί, το De re coquinaria, που παραδοσιακά αποδίδεται στον γαστρονόμο της εποχής Μάρκους Γάβιους Απίκιο, δείχνει ότι τα φυτικά γάλατα ήταν ένα κοινό συστατικό στην κουζίνα της εποχής. Στη σύγχρονη εποχή, ένα από τα πρώτα φυτικά γάλατα που πέτυχε πραγματική εμπορική επιτυχία ήταν το “Vegetable Milch”, που εφευρέθηκε τη δεκαετία του 1880 στη Γερμανία. Το Vegetable Milch χρησιμοποιούσε αμύγδαλα και καρύδια και πωλούνταν ως γάλα για βρέφη υποκατάστατο του αγελαδινού γάλακτος.

Σήμερα κοντά 150 χρόνια μετά το φυτικό γάλα έχει κατακλίσει στην κυριολεξία τα ράφια των σούπερ μάρκετ, κυρίως του ανεπτυγμένου κόσμου, με κινητήριο δύναμη αυτής της νέας διατροφικής τάσης τους Millennials και Gen Zs, και τις ανησυχίες τους για το περιβάλλον. Κάτι που επιβεβαιώνει και πρόσφατη έρευνα της Tetra Pak που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την IPSOS σε 10 χώρες. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας το 70% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι τα υγιεινά προϊόντα δεν θα πρέπει να βλάπτουν το περιβάλλον, ενώ το 54% είναι πρόθυμο να αναλάβει την ευθύνη για τον πλανήτη και να αλλάξει τη διατροφή του για να συμβάλει σε έναν πιο βιώσιμο κόσμο.

Οι γαλακτοβιομηχανίες ακολουθούν την κούρσα της νέας τάσης
Εν αντιθέσει με την plant based κατηγορία ροφημάτων που εξακολουθεί να σημειώνει διψήφια ποσοστά ανάπτυξης το παραδοσιακό γάλα συνεχίζει για τρίτη χρονιά να καταγράφει απώλειες. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό κίνητρο για τις εταιρείες γενικά και τις γαλακτοβιομηχανίες ειδικότερα να στραφούν και να επενδύσουν σε αυτή την κατηγορία. Πως όμως αντιμετωπίζει μια παραδοσιακή γαλακτοβιομηχανία, που έχει στηρίξει την ανάπτυξή της εδώ και δεκαετίες, αυτή τη νέα τάση; «Η εταιρεία σεβόμενη τις ανάγκες του καταναλωτή και πιστή στη φιλοσοφία της να καλύπτει τις ανάγκες τους, με ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα δεν θα μπορούσε να μην επενδύσει σε αυτή την κατηγορία» δηλώνουν στο Manufacturing Εκπρόσωποι της εταιρείας ΟΛΥΜΠΟΣ. Σήμερα, η Όλυμπος κατέχει μερίδιο 29,3% σε επίπεδο όγκων και 32,1% σε επίπεδο αξίας στη συγκεκριμένη κατηγορία που από το 2017 έως το 2021 παρουσίαζε σταθερή ανάπτυξη 30%, χρόνο με τον χρόνο. Ανοδική τάση που ανακόπηκε την τελευταία διετία λόγω των δύσκολων οικονομικών συνθηκών. Πέρυσι η κατανάλωση plant based γάλακτος υποχώρησε 8% έναντι του 2021, ωστόσο εφέτος η αγορά αρχίζει και ανακάμπτει.

Τάση που αποτυπώνεται και στα στοιχεία των εταιρειών μέτρησης της κατανάλωσης. Σύμφωνα με τη Circana η κατανάλωση φυτικών ροφημάτων στην Ελλάδα αυξήθηκε 18% από το 2020 έως το 2021, ενώ μειώθηκε 2% πέρυσι. Ωστόσο, οι πωλήσεις τη φετινή χρονιά επανακάμπτουν. Το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου οι πωλήσεις σε αξία αυξήθηκαν 6,7% και 3,8% σε όγκο. Δηλαδή εξακολουθούν να είναι υψηλότερες από το προηγούμενο έτος, υποδεικνύοντας ανθεκτικότητα σε αυτή την κατηγορία.
«Η βιομηχανία γαλακτοκομικών βλέποντας την ευκαιρία στη συγκεκριμένη κατηγορία έχει εισάγει τα τελευταία χρόνια φυτικά προϊόντα με σκοπό να επωφεληθεί από το συγκεκριμένο trend, αυξάνοντας σημαντικά τη διαθέσιμη ποικιλία των προϊόντων, καθώς και το μέγεθος της αγοράς», λέει η Πόπη Σπεντζούρη, Αcceleration Manager Plant Based Greece & Cyprus Danone. Όπως σημειώνει: «Η κατηγορία των φυτικών ροφημάτων αποτελεί μία ξεκάθαρη τάση τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως». Η ίδια εκτιμά πως η αγορά δεδομένου και του ενδιαφέροντος των καταναλωτών για τη φυτική κατηγορία αλλά και της έντονης υποστήριξης της εταιρείας σε επίπεδο επικοινωνίας, αλλά και έρευνας και ανάπτυξης θα αναπτυχθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.

Οι flexitarians, οι climatarians και η ωμή πραγματικότητα
Οι Millennials και οι Gen Zs δεν χαρακτηρίζονται per se χορτοφάγοι. Οι περισσότεροι καταναλωτές ακολουθούν έναν ευέλικτο τρόπο ζωής (flexitarian), δηλαδή συχνά τρώνε τρόφιμα φυτικής προέλευσης αλλά επίσης καταναλώνουν και ζωικά προϊόντα με μέτρο. Οι «climatarians», όπως είναι γνωστοί οι περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένοι καταναλωτές, είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες για να προστατεύσουν τον πλανήτη. Ο Δημήτρης Μπαρμπούτης, Διευθυντής Εργοστασίου & Λειτουργιών στο εργοστάσιο της Κρι-Κρι, σημειώνει ότι: «Σήμερα δεν υπάρχει κατηγορία γαλακτοκομικού που να μην έχει το αντίστοιχο plant-based alternative. Αλλά το να προσφέρεις απλώς μια vegan λύση δεν αρκεί, θα πρέπει η γεύση, η υφή/ δομή και όλα τα χαρακτηριστικά του προϊόντος να ικανοποιούν το κοινό, που συνεχώς διευρύνεται (vegans και κυρίως flexitarians)».

Το γάλα και τα προϊόντα του, σύμφωνα με τον κ. Θωμά Μοσχάκη, Αν. Καθηγητή, Διευθυντής Εργαστηρίου Τεχνολογίας Γάλακτος, Τομέας Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων, Τμήμα Γεωπονίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συμβάλουν σημαντικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 25-30% του αποτυπώματος άνθρακα που οφείλεται στην ανθρώπινη διατροφή και περίπου 5% των αερίων που οφείλονται σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Συνολικά, για την παραγωγή του αγελαδινού γάλακτος παράγονται περίπου τρεις φορές περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, χρησιμοποιούνται περίπου δέκα φορές περισσότερες εκτάσεις γης και απαιτείται δύο έως είκοσι φορές μεγαλύτερη κατανάλωση γλυκού νερού συγκριτικά με τα περισσότερα εναλλακτικά φυτικά ροφήματα, σημειώνει. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος, η κτηνοτροφία οδηγεί σε υψηλές εκπομπές μεθανίου, ένα αέριο θερμοκηπίου που, παρότι είναι πολύ πιο βραχύβιο, είναι περίπου 28-36 φορές πιο ισχυρό στη θέρμανση της ατμόσφαιρας από το διοξείδιο του άνθρακα. Σύμφωνα με τον ίδιο, το μεθάνιο απελευθερώνεται κυρίως από τις αγελάδες οι οποίες συνεισφέρουν σημαντικά στην κλιματική αλλαγή και τη ρύπανση των υδάτων (Sandström, et al., 2018). Έτσι, συγκρίνοντας τη διαδικασία παραγωγής των εναλλακτικών φυτικών ροφημάτων γάλακτος με την παραγωγή τυπικού γάλακτος ζωικής προέλευσης, τα πρώτα εμφανίζουν χαμηλότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα.
Πολλές βιομηχανίες φυτικών ροφημάτων φροντίζουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα. Έτσι, και στην Alpro σύμφωνα με την κα Σπεντζούρη: «φροντίζουμε να χρησιμοποιούμε συστατικά βιώσιμης προέλευσης, προμηθευόμενοι τους καρπούς μας κυρίως από Ευρωπαϊκές χώρες και βιώσιμες καλλιέργειες».

Το Plant based γάλα πιθανότατα θεωρείται  «είδος πολυτελείας»
Η διαθεσιμότητα του φυτικού γάλακτος μπορεί να διαφέρει λόγω παραγόντων όπως η περιφερειακή ζήτηση, οι αποφάσεις των λιανοπωλητών, οι πολιτιστικές προτιμήσεις, οι φορολογικοί κανονισμοί, η ευαισθητοποίηση, το κόστος, οι προκλήσεις της αλυσίδας εφοδιασμού και οι τοπικές ανησυχίες. Η προσβασιμότητα μπορεί να είναι περιορισμένη σε περιοχές με χαμηλή ζήτηση ή σε περιοχές με ισχυρές παραδόσεις γαλακτοκομικών προϊόντων, ενώ οι αστικές περιοχές και οι ανεπτυγμένες περιοχές τείνουν να προσφέρουν περισσότερες επιλογές. Καθώς η ευαισθητοποίηση αυξάνεται και οι προτιμήσεις των καταναλωτών αλλάζουν, το γάλα φυτικής προέλευσης γίνεται πιο προσιτό σε πολλά μέρη του κόσμου.

«Στη φυτική κατηγορία, χάρη στο έντονο προωθητικό πλάνο η μέση τιμή για τον καταναλωτή αυξήθηκε κατά 4% το 2023 μία πολύ μικρότερη ποσοστιαία αύξηση σε σχέση με την κατηγορία γαλακτοκομικών. Ωστόσο, αυτό δεν είχε αρνητική επίπτωση στην αγορά η οποία αυξάνεται +2.7% (Ιαν-Ιούλ 2023) μετά την ελαφρώς αρνητική τάση που είχε παρατηρηθεί στο κλείσιμο της προηγούμενης χρονιάς» αναφέρει η κα Σπεντζούρη. Αναντίρρητα, βέβαια τα φυτικά ροφήματα δεν έχουν φτάσει στην ισοτιμία τιμών σε σχέση τα παραδοσιακά γαλακτοκομικά ροφήματα, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επειδή η πλειοψηφία των καταναλωτών είναι flexeterians, όταν οι τιμές αυξηθούν τείνουν να μετακυλήσουν στα προϊόντα που είναι πιο φτηνά. Και ο εκπρόσωπος της ΟΛΥΜΠΟΣ τόνισε ότι ένας άλλος παράγοντας της μη επίτευξης ισοτιμίας είναι και το γεγονός ότι το κόστος της παραγωγής στα συγκεκριμένα προϊόντα έχει αυξηθεί κατά πολύ λόγω των κοστολογίων των Α΄και Β΄υλών καθώς και της παραγωγικής διαδικασίας που απαιτείται για την παραγωγή του προϊόντος. Ένα άλλο στοιχείο που φέρνει στο φως ο κ Μοσχάκης, και συχνά διαφεύγει την προσοχή των καταναλωτών αφορά το διατροφικό προφίλ. Ο ίδιος δηλώνει ότι: «το ρόφημα σόγιας έχει παρόμοια επίπεδα πρωτεΐνης (περίπου 3,4 %) με το αγελαδινό γάλα, ενώ στην περίπτωση των ροφημάτων αμυγδάλου η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη είναι σημαντικά χαμηλή (περίπου 0,5%). Έχει σημασία και η ποιότητα της πρωτεΐνης, η οποία είναι υψηλής βιολογικής αξίας στην περίπτωση του αγελαδινού γάλακτος συγκριτικά με την αντίστοιχη πρωτεΐνη των εναλλακτικών ροφημάτων φυτικής προέλευσης». Όλα αυτά συνηγορούν, όπως επισημαίνει ότι τα ενναλακτικά ροφήματα φυτικής προέλευσης πρέπει να ενισχυθούν σε μικροθρεπτικά συστατικά (όπως βιταμίνη Β12) για να έχουν εφάμιλλη διατροφική αξία με το γάλα.

Ο ρόλος του ΦΠΑ και το παράδειγμα των Careffour & Lidl
Διαφαίνεται λοιπόν ότι οι βιομηχανίες πλέον επενδύουν ολοένα και περισσότερο σε καμπάνιες ενημέρωσης για να κάνουν τα φυτικά ροφήματα περισσότερο προσιτά στο ευρύ κοινό. Φυσικά και οι τιμές στα ράφια των σουπερ μέρκετ είναι ένας μετρήσιμος παράγοντας στα παραπάνω. Στο εξωτερικό, τα πράγματα αλλάζουν σταδιακά, με ορισμένους ευρωπαίους λιανοπωλητές να τοποθετούν την τιμή των εναλλακτικών γαλακτοκομικών προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας χαμηλότερα ή στο ίδιο επίπεδο με τα συμβατικά γαλακτοκομικά. Για παράδειγμα, η Lidl στη Γερμανία προσάρμοσε την τιμολόγηση της σειράς φυτικών εναλλακτικών της Vemondo ώστε να έχει τις ίδιες ή χαμηλότερες τιμές από τα γαλακτοκομικά. Στο ίδιο μήκος κύματος και η βιομηχανία Danone στο Βέλγιο που μείωσε τις τιμές στο φυτικό γάλα Alpro για να ενισχύσει τις πωλήσεις στη συγκεκριμένη κατηγορία.

Τα παραπάνω είναι έντονα συνυφασμένα και με το Φόρο Προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι εναλλακτικές λύσεις φυτικής προέλευσης υπόκεινται συχνά σε διαφορετικούς συντελεστές ΦΠΑ σε σχέση με αυτών των γαλακτοκομικών, μερικές φορές θέτοντάς τους μάλιστα σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Η Γερμανία επιβάλλει εισφορά 19% στο φυτικό γάλα, σε σύγκριση με 7% για τα παραδοσιακά γαλακτοκομικά. Στην Ολλανδία επίσης ένας νέος φόρος πρόκειται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2024, ο οποίος περιλαμβάνει την αύξηση του ΦΠΑ κατά 196% στις περισσότερες κατηγορίες φυτικών γαλάκτων, αλλά εξαιρεί το ζωικό γάλα που θεωρείται βασική ανάγκη ζωής και τη σόγια και το μπιζέλι, καθώς πληρούν τις «απαιτήσεις περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη». Τώρα εάν η επιβολή τόσο υψηλού ΦΠΑ σε αυτές τις χώρες συνδέεται και με το γεγονός ότι και οι δύο χώρες παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά καταναλωτών vegetarian και flexeterian μάλλον δεν είναι εντελώς αβάσιμο. Βέβαια, ορισμένα κράτη μέλη π.χ. το Βέλγιο, η Γαλλία και η Φινλανδία εφαρμόζουν τους ίδιους συντελεστές ΦΠΑ στα εναλλακτικά προϊόντα φυτικής προέλευσης και στα ζωικά προϊόντα.

Στην Ελλάδα μολονότι από το 2020 εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής ΦΠΑ 13% τόσο για το φυτικό όσο και το ζωικό γάλα εντούτοις δεν υπάρχει ισοτιμία τιμών μεταξύ ζωικών και φυτικών γαλάκτων. Τουναντίον οι τιμές έχουν μετακυλήσει προς τα πάνω. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana, η τιμή ανά όγκο αυξήθηκε κατά 2,9% τον τελευταίο χρόνο ενώ για τις επιμέρους κατηγορίες 2,2% για το αμύγδαλο, 7,2% για τη σόγια και 1,4% για τη βρώμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ΔΕΛΤΑ, FrieslandCampina Hellas-ΝΟΥΝΟΥ και Alpro συμμετέχουν με κωδικούς στη πρωτοβουλία «Μόνιμη Μείωση Τιμής» με μείωση 8% στις τιμές όπως ανακοίνωσε πρόσφατα το υπουργείο Ανάπτυξης ενώ ο ΟΛΥΜΠΟΣ ήδη είχε ανακοινώσει μείωση τιμών. Παρόλα αυτά η τιμή συνεχίζει να είναι διπλάσιά σε σχέση με τα ζωικά γάλατα. Πάντως το ΦΠΑ είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ, καθώς στην Ευρώπη τα προϊόντα γάλακτος τυγχάνουν πολλαπλών ενισχύσεων (π.χ επιχορηγήσεις για προβολή και διαφήμιση) και δεν επιβαρύνονται από περιβαλλοντική φορολόγηση.
Στη Γαλλία πρόσφατα, η πολυεθνική εταιρεία λιανικής Carrefour, μέσω της δικής της επωνυμίας– συνεργάστηκε με 7 κορυφαίες βιομηχανίες – Danone, Unilever, Bel, Andros, Bonduelle, Nutrition & Santé, Savencia – για να ξεκινήσουν έναν «φυτικό συνασπισμό» για την ανάπτυξη vegan τροφίμων. Οι εταιρείες αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν πωλήσεις 3 δισεκατομμυρίων ευρώ από εναλλακτικά προϊόντα φυτικής προέλευσης έως το 2026. Τα παραπάνω ανακοινώθηκαν από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Carrefour, Alexandre Bompard ενώ στόχος της Carreffour είναι η παροχή πρόσβασης στους ανθρώπους σε ολοένα και πιο βιώσιμα και οικονομικά προσιτά τρόφιμα. Ο Όμιλος έχει θέσει ως στόχο τα προϊόντα με βάση τις φυτικές πρωτεΐνες να αντιστοιχούν στα 500 εκατομμύρια ευρώ των πωλήσεών του σε όλη την Ευρώπη έως το 2026 – δηλαδή αύξηση 65% σε σύγκριση με το 2022. Αναντίρρητα, οι εναλλακτικές λύσεις με βάση τις φυτικές πρώτες ύλες είναι επίσης μια προσιτή λύση σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον: οι φυτικές πρωτεΐνες (όπως οι φακές ή τα μπιζέλια) είναι εξαιρετικά οικονομικές και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατο.

Αντί συμπεράσματος
Από την άλλη, το κόστος ζωής ανεβαίνει, ο «πληθωρισμός της απληστίας» μεσουρανεί στις πλάτες των καταναλωτών και η νέα γενιά με τις «βιώσιμες» ανησυχίες δέχεται πιέσεις. Όλα αυτά συμβαίνουν ενόσω στην Ελλάδα οι γαλακτοβιομηχανίες και οι λιανοπωλητές δεν παίρνουν κομβικές αποφάσεις για την ισοτιμία στις τιμές των φυτικών και ζωικών ροφημάτων. Το βάρος φυσικά δεν πέφτει μόνο από την πλευρά των γαλακτοβιομηχανιών αλλά κυρίως από την πλευρά των μεγάλων λιανοπωλητών. Στη χώρα μας, η αγορά βρίσκεται λοιπόν αυτή τη στιγμή σε ένα κομβικό σταυροδρόμι είτε προς περαιτέρω ανάπτυξη, εφόσον κινητήρια δύναμη είναι η καινοτομία, είτε προς συρρίκνωση αν και εφόσον επηρεαστεί από την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και τη ραθυμία λιανοπωλητών και γαλακτοβιομηχανιών να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις και να συνεργαστούν. •

Solmeyea: Το φυτικό γάλα με βάση τα μικροφύκη ως δυνητική τάση
Μια ομάδα millennials μας συστήνει το γάλα από μικροφύκη στο πιλοτικό «εργοστάσιο» στο Δημόκριτο
Οι νέοι καταναλωτές αναζητούν νέες γεύσεις και ποικιλία επιλογών. Η κατηγορία αναπτύσσεται, νέες καινοτομίες έρχονται στο προσκήνιο και νέα συστατικά κεντρίζουν το ενδιαφέρον της αγοράς. Το φυτικό γάλα με βάση τα μικροφύκη αναδύεται ως δυνητική τάση στην κατηγορία του φυτικού γάλακτος. Οι ειδικοί του κλάδου υποστηρίζουν ότι ο λόγος είναι η βιωσιμότητά του, το πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά προφίλ του και η ιδιαιτερότητα του ως μη αλλεργιογόνο. Αυτές τις προοπτικές της συγκεκριμένες αγοράς εξερευνά η ομάδα της Solmeyea, μια εταιρεία που ιδρύθηκε το 2019 από τον Βασίλη Στενό και στελεχώνεται από άτομα Millenials και Gen zs. Η εταιρεία έχει ως στόχο να ενισχύσει την κυκλικότητα του CO2, συνεργαζόμενη με ρυπογόνες βιομηχανίες για τη μετατροπή των εκπομπών τους σε πολύτιμες πρώτες ύλες.
Συνάντησα τον Hippolyte Vaslin, Upstream manager της εταιρείας ένα πρωινό Δευτέρας, επί το έργον στην πιλοτική μονάδα στο Δημόκριτο που βέβαια μετά και την πρόσφατη επέκταση έχει αναπτυχθεί γρήγορα σε μια προ-βιομηχανική εγκατάσταση. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, μόλις 23 χρονών, βρίσκεται στο δυναμικό της εταιρείας εδώ και 1.5 χρόνο και βρίσκει ελκυστικό όπως μου εξηγεί να δουλεύει σε ένα βιώσιμο project που πρέπει να παράγει κάτι από το μηδέν. «Όσον αφορά λοιπόν το γάλα από μικροφύκη, εμείς δεν παρασκευάζουμε το γάλα, καλλιεργούμε και αποξηραίνουμε μια λευκή, άγευστη και άοσμη λευκή βιομάζα, την οποία οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν για να παράγουν ένα vegan γάλα. Αυτές είναι που χειρίζονται την υπόλοιπη διαδικασία (παστερίωση κ.λπ.)» μου διασαφηνίζει.
«Η δική μας δουλειά είναι λοιπόν, να παράγουμε αυτή τη σκόνη φυκιών που είναι εξαιρετικά λειτουργική (που εύκολα ενσωματώνεται σε διάφορα γεύματα χωρίς επίγευση, όπως κάνουν οι μεγάλες εταιρείες γάλακτος για το γάλα από μικροφύκη) ενώ διαθέτει πλήρες διατροφικό προφίλ, και είναι ουδέτερη από άποψη άνθρακα χάρη στην τεχνολογία μας που προστατεύεται από πνευματική ιδιοκτησία» ενώ όπως μου εξηγεί η όλη διαδικασία παραγωγής διαρκεί περίπου 1 εβδομάδα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραγωγή βασίζεται στην κάθετη καλλιέργεια, η οποία συνεπάγεται με περιορισμένη χρήση χώρου, χωρίς να χρησιμοποιείται καλλιεργήσιμη γη όπως η σόγια. Αυτή η βιομάζα, συμπληρώνει με τον τρόπο που παράγεται, βελτιώνει κάθε γεύμα στο οποίο ενσωματώνεται (εξαιρετικά εύπεπτη, πλούσια σε πρωτεΐνες και PUFA).
Πρωταρχικός στόχος σημειώνει ότι παραμένει για την εταιρεία το γάλα από μικροφύκη, επειδή παρουσιάζεται μεγάλη ευκαιρία στην αγορά ενώ οι γαλακτοβιομηχανίες ήταν από τους πρώτους συνεργάτες με τους οποίους ήρθαν σε επαφή. Βέβαια, συνοψίζει ότι η βιομάζα που διαθέτει η εταιρεία έχει περισσότερες από μία εφαρμογές και μπορεί να επεκταθεί γενικά στα γαλακτοκομικά προϊόντα, σε άλλα προϊόντα τροφίμων αλλά και στα καλλυντικά.