Οι κίνδυνοι που παραμονεύουν σε έναν από τους μεγαλύτερους κλάδους παγκοσμίως και οι αναπόφευκτες προσαρμογές στις επιταγές του μέλλοντος.
Η χημική βιομηχανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους μεταποιητικούς τομείς της Ευρώπης, αλλά και της Ελλάδας, και ως τέτοιος διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην παροχή καινοτόμων υλικών και τεχνολογικών λύσεων για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας ολόκληρου του βιομηχανικού τοπίου. Aυτό που θα πρέπει να έχουμε κατά νου είναι το γεγονός ότι η χημική βιομηχανία αποτελεί μια σημαντική μεταποιητική δραστηριότητα, με εξειδίκευση σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς χημικών υλών και προϊόντων, υποστήριξη δυναμικών κλάδων της οικονομίας και υψηλό δείκτη εξωστρέφειας.
Τα στοιχεία που αφορούν στον κλάδο και περιλαμβάνονται στην πρόσφατη μελέτη για τη χημική βιομηχανία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (Ι.Ο.Β.Ε.) είναι αποκαλυπτικά. Σήμερα, στη χημική βιομηχανία δραστηριοποιούνται περισσότερες από 900 επιχειρήσεις στην Ελλάδα, κυρίως στους τομείς ειδικών και καταναλωτικών χημικών και απασχολούνται 17.700 άμεσα εργαζόμενοι. Κάθε θέση εργασίας στην παραγωγή και διανομή χημικών προϊόντων συνδέεται με 5,7 θέσεις εργασίας στην οικονομία. Μάλιστα, το «αποτύπωμα» της χημικής βιομηχανίας στην οικονομία δεν περιορίζεται στην αξία παραγωγής, την προστιθέμενη αξία, τις θέσεις εργασίας, τα φορολογικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές, που η ίδια δημιουργεί άμεσα στην οικονομία, όπως αποτυπώνεται σε έρευνα του Συνδέσμου Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ). «Ειδικότερα, η αξία παραγωγής των χημικών ανήλθε το 2019 τα 2,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 7,2% σε σχέση με το 2018» σημειώνει ο Πάνος Σκαρλάτος, Γενικός Διευθυντής του ΣΕΧΒ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ελληνική χημική βιομηχανία αντέδρασε το 2020 σε δύο σημαντικές προκλήσεις. «Αρχικά συνέβαλε στην καταπολέμηση της πανδημίας, αφού έγκαιρα ανταποκρίθηκε στον εφοδιασμό με πρώτες ύλες αντισηπτικών, πλαστικών και στον εφοδιασμό με απολυμαντικά, μάσκες, Plexiglas κ.λπ. Επίσης, ενίσχυσε την εξαγωγική της επίδοση», τονίζει ο κ. Σκαρλάτος.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Ι.Ο.Β.Ε. τα αποτελέσματα του πρώτου επτάμηνου 2020, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2019 ήταν τα εξής:
• Κύκλος εργασιών στη Μεταποίηση: 14,4 %
• Κύκλος εργασιών στη Χημική βιομηχανία: +0,4%
• Εξαγωγές στη Μεταποίηση: -15,4%
• Εξαγωγές χημικών: +0,2%
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους, που εκτείνονται σε όλα τα μήκη του πλανήτη και καθορίζουν πτυχές της παγκόσμιας καθημερινότητας, έτσι και η χημική βιομηχανία διανύει μία περίοδο διαρκών μεταβάσεων στις νέες συνθήκες. Η διάδοση συγκεκριμένων νέων τεχνολογιών, η αλλαγή της σχέσης μας με το περιβάλλον και τους περιορισμούς του, αλλά και η επέλαση του COVID-19, είναι λογικό να προκαλούν προβληματισμό ακόμα και στους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς κολοσσούς παγκοσμίως. Τι αλλαγές αναμένουμε, όμως, να δούμε στο άμεσο μέλλον;
Ο Άρης Γκορόγιας, Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Χημικών Μηχανικών (Π.Σ.Χ.Μ.), Επιμελητής Επιστημονικής Επιτροπής ΧΜ του ΤΕΕ, είναι κατατοπιστικός.
«Ο κλάδος, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, υφίσταται τα τελευταία χρόνια μια ραγδαία διαρθρωτική αλλαγή, αντιμετωπίζοντας μεγάλες προκλήσεις. Αυτές συνοψίζονται στον αυξημένο ανταγωνισμό από άλλες χώρες (η Κίνα εδώ και μερικά χρόνια έχει κερδίσει από την Ε.Ε. την πρώτη θέση, όσον αφορά στην παραγωγή χημικών προϊόντων) και στην αύξηση του συνολικού κόστους παραγωγής, στη στροφή σε πρώτες ύλες και προϊόντα που είναι φιλικά προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο». Σύμφωνα με τον κ. Γκορόγια, επιπλέον σημαντικές προκλήσεις αποτελούν η 4η βιομηχανική επανάσταση, η αειφόρος εκμετάλλευση του ορυκτού και φυσικού πλούτου, το Grean Deal και οι προεκτάσεις αυτού στην καθημερινή μας ζωή (βελτίωση του ενεργειακού και του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, απολιγνιτοποίηση, παραγωγή-διανομή και αποθήκευση ενέργειας, αυξημένη αποδοτικότητα στην κατανάλωση των πόρων, αυξημένη εταιρική κοινωνική ευθύνη κ.α). Σε αυτό, λοιπόν, το πολυσύνθετο τοπίο, η χημική βιομηχανία καλείται να επικεντρωθεί στους τρεις παρακάτω τομείς.
Βιωσιμότητα
Η ολοένα και αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα έχει οδηγήσει σε μια σειρά οικολογικών εξελίξεων, που προκαλούν έντονη ανησυχία σε όλες τις χώρες. Η κλιματική αλλαγή, η λειψυδρία και η μείωση της βιοποικιλότητας είναι λίγες μόνο από αυτές. Όσον αφορά στην κλιματική αλλαγή συγκεκριμένα, ο πλανήτης παρουσιάζει όλο και πιο αυξημένες θερμοκρασίες περιορίζοντας τις επιλογές του κάθε κράτους. Μία από τις ευρέως συζητούμενες λύσεις είναι η δραστική μείωση της συνολικής κατανάλωσης των βιομηχανικών κρατών, με στόχο να επιτευχθεί το αποδεκτό μέγιστο σε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Βάσει του παρόντος οικολογικού πλαισίου, η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη δεν πρέπει να ξεπεράσει τους 2°C ως το 2050. Αν αυτή η προσπάθεια αποδειχθεί ανεπαρκής, οι κοινωνίες θα πρέπει χρησιμοποιούν την ηλεκτρική ενέργεια για να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα αποθέματα (μεγαλώνοντας την εξάρτησή τους και από τις ανανεώσιμες πηγές ή την πυρηνική ενέργεια) – μια κίνηση που κατά πάσα πιθανότητα θα απαιτήσει τεράστιες επενδυτικές πρωτοβουλίες. Εν ολίγοις, αν οι άνθρωποι αποτύχουν να αναχαιτίσουν την τρέχουσα πορεία της κλιματικής αλλαγής, θα έρθουν αναπόφευκτα αντιμέτωποι με τις συνέπειες.
Φυσικά, το προαναφερθέν σενάριο θα επηρεάσει έντονα και την παραγωγικότητα της χημικής βιομηχανίας. Ως καταλύτης των σύγχρονων καταναλωτικών προτύπων, η χημική βιομηχανία ίσως χρειαστεί να προσαρμοστεί σε μια σχετική μείωση της ζήτησής της. Άλλωστε, η συζήτηση που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια όσον αφορά την ανακύκλωση των πλαστικών το έχει καταστήσει αυτό σαφές: ο καλύτερος τρόπος μη επιβάρυνσης του φυσικού περιβάλλοντας από υλικά όπως το πλαστικό, είναι η μείωση της χρήσης του εξαρχής. Οποιαδήποτε ευρεία εφαρμογή της κυκλικής οικονομίας πιθανότατα θα έχει αρνητική επίδραση συνολικά στην αύξηση της ζήτησης των χημικών προϊόντων, ανάλογα με την έκθεση του φάσματος των προϊόντων που προσφέρει κάθε εταιρεία παραγωγής ξεχωριστά.
Επιπλέον, η παγκόσμια αύξηση στη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ικανή να διογκώσει την τιμή της (τουλάχιστον σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες), ανεβάζοντας αντίστοιχα τις τιμές των φυσικών πηγών ενέργειας. Στο σημείο αυτό, ο κ. Σκαρλάτος αναλύει τη συνεισφορά του κλάδου στην προσπάθεια αποτροπής της κλιματικής αλλαγής. «Η χημική βιομηχανία έχει πολύ καλές επιδόσεις σήμερα: Ενώ παρουσιάζει αύξηση της παραγωγής της κατά 84%, καταναλώνει 61% λιγότερη ενέργεια έναντι του 1990. Επίσης, με τα σύνθετα υλικά που προσφέρει η χημική βιομηχανία, έχει σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού δυναμικού της χώρας. Και έως το 2030 έχει τεθεί ως στόχος η αναβάθμιση 60.000 κτιρίων ετησίως. Η αποθήκευση του CO2 είναι μία πρόκληση, για την εν συνεχεία αξιοποίησή του, ενώ η χημική μετατροπή του CO2 σε οργανικές ενώσεις που μόνο η χημεία μπορεί να πετύχει, θα επιφέρει μείωση του παραγόμενου CO2 έως το 2050».
Όσον αφορά στην κυκλική οικονομία και τη σχέση της χημικής βιομηχανίας μαζί της, ο κ. Σκαρλάτος είναι σαφής. «Χρειάζεται να κάνουμε αρκετή δουλειά μελλοντικά σ’ αυτόν τον τομέα. Σας αναφέρω χαρακτηριστικά τη χημική ανακύκλωση (chemical recycling), ένα θέμα που θα αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή έως το 2030, κι ας το έχουμε υποτιμήσει προς το παρόν στη χώρα μας. Η οικονομία τότε μόνο θα είναι κυκλική, αν τα χημικά μόρια που παράγονται και καταναλώνονται αξιοποιούνται τα ίδια ή μετατρέπονται σε άλλα. Φανταστείτε π.χ. το χρησιμοποιημένο πλαστικό να μετατρέπεται πάλι σε μονομερές».
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να ανοίξει μια μικρή παρένθεση και να γίνει μια αναφορά στην Πράσινη Χημεία, ως μια διαφορετική φιλοσοφία πρακτικών εφαρμογών για την έρευνα και την ανάπτυξη τόσο σε ερευνητικά εργαστήρια όσο και στη χημική βιομηχανία, οι αρχές κι εφαρμογές της οποίας θα αναλυθούν εκτενώς σε επόμενο άρθο. Ο βασικός στόχος της Πράσινης Χημείας είναι η μείωση των επικίνδυνων χημικών ουσιών που σχετίζονται με χημικές πρακτικές και χημικά προϊόντα, ενώ οι οι επιστήμονες που την προωθούν, θεωρούν ότι η μεθοδολογική προσέγγιση της αειφορίας δεν πρέπει να γίνει με την αποκατάσταση και έλεγχο της ρύπανσης, αλλά κυρίως με την πρόληψη στη βάση της τεχνολογίας και στις πρακτικές που ακολουθούνται.
Έτσι λοιπόν, οι περιοχές εφαρμογής της Πράσινης Χημείας, με γνώμονα την οικονομία και την αειφόρο ανάπτυξη, αφορούν στη χρησιμοποίηση εναλλακτικών πρώτων υλών, στη χρήση χημικών αντιδραστηρίων που έχουν μικρό βαθμό επικινδυνότητας, στη χρησιμοποίηση εναλλακτικών διαλυτών, στο σχεδιασμό ασφαλέστερων χημικών ουσιών και χημικών προϊόντων, στην ανάπτυξη εναλλακτικών συνθηκών αντιδράσεων και στη δραστική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Κλείνοντας την παρένθεση, η Πράσινη Χημεία είναι ένα σύνθετο σύστημα αρχών και εναλλακτικών κανόνων, που μπορούν να συμβάλλουν στην αειφορία.
Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να αναπροσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, οι εταιρείες παραγωγής χημικών προϊόντων παγκοσμίως θα πρέπει να απαντήσουν στο τι ακριβώς σημαίνουν αυτά τα δυσοίωνα σενάρια για τις αξιακές αλυσίδες των προϊόντων τους – από τη διαθεσιμότητα και τις τιμές των πρώτων υλών τους, ως τα επίπεδα κίνησης στις τιμές τους κατά την πορεία παραγωγής τους αλλά και τις αλλαγές στη ζήτηση τους. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, που θα αφορούν στον κλάδο θα διαδραματίσουν έναν κρίσιμο ρόλο και θα ποικίλλουν από κράτος σε κράτος.
Πέραν των παραπάνω, όπως συμβαίνει σε όλα τα επιχειρηματικά πεδία που έρχονται αντιμέτωπα με πρωτόγνωρες εξωτερικές συνθήκες, οι εξελίξεις μπορούν να αποτελέσουν μια μεγάλη ευκαιρία για όσους προχωρήσουν εγκαίρως στις σωστές στρατηγικές κινήσεις. Η διαμόρφωση του φάσματος των προσφερόμενων προϊόντων είναι πολύ μεγάλης σημασίας όσον αφορά στη διαμόρφωση των νέων νομοθετικών πλαισίων παγκοσμίως, αλλά και των τάσεων της αγοράς. Παραδείγματος χάριν, το εσωτερικό αμάξωμα σε πολλά μοντέλα αυτοκινήτων μπορεί πλέον να κατασκευάζεται κυρίως από πλαστικό, καθώς τα μέτρα ασφαλούς οδήγησης στον τομέα της αυτοκίνησης παγκοσμίως έχει οδηγήσει στη ριζική μείωση των ατυχημάτων και στη χρήση υλικών όπως το ατσάλι και το αλουμίνιο. Σε άλλες περιπτώσεις, τα κατασκευαστικά υλικά μπορούν πλέον να περιλαμβάνουν μονωτικά υλικά (για κτίρια και για την προστασία υποδομών ηλεκτρικής ενέργειας εξαλείφοντας τον κίνδυνο πυρκαγιών), υλικά που επιτρέπουν την αποθήκευση ενέργειας, χημικά υλικά οικοδομής για την προστασία παραθαλάσσιων ακτών ή βιολογικά / ανακυκλώσιμα υλικά.
Ωστόσο, για την αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών, οι εταιρείες θα πρέπει να εξετάσουν στρατηγικές που συνοδεύονται συνήθως από ένα υψηλό επίπεδο οικονομικού ρίσκου, χωρίς να έχουν την επιλογή να παραμείνουν στις μέχρι πρότινος πρακτικές τους. Αυτό από μόνο του διαμορφώνει ένα εντελώς νέο επιχειρηματικό τοπίο.
Δημογραφικά στοιχεία και γεωπολιτικές εντάσεις
Σε πολλές χώρες, το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, ενώ παράλληλα τα ποσοστά γεννήσεων συρρικνώνονται. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη εξέλιξη δημογραφικού ενδιαφέροντος που έχει μεγάλο αντίκτυπο στην παγκόσμια επιχειρηματικότητα: η σταδιακή αλλά σταθερή μετατόπιση του σχετικού πλούτου από τη Δύση στην Ανατολή. Το 1970, η Κίνα και η Ινδία αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ οι Δυτικές χώρες και η Ιαπωνία κάτι περισσότερο από το 80%. Πλέον, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση των προϊόντων της χημικής βιομηχανίας, η Κίνα αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 30%, ενώ σύντομα αναμένεται να αγγίξει το 40%. Κάτι τέτοιο αποτελεί προφανώς μια πολύ μεγάλη εξέλιξη παγκοσμίως, ενώ αναμένεται να βοηθήσει μεγάλα ποσοστά πληθυσμού να βγουν από τη φτώχεια προκαλώντας ένα κύμα ίσων ευκαιριών παγκοσμίως.
Ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης πολιτικής αστάθειας που παρατηρείται, η χημική βιομηχανία καλείται να αντιμετωπίσει διαφορετικά πρότυπα όσον αφορά στις αλυσίδες εφοδιασμών της. Το θετικό είναι ότι τα περισσότερα χημικά προϊόντα προϋποθέτουν εγγενώς την ανάμειξη και τη συνεργασία πολλών γεωγραφικών ζωνών και στην πραγματικότητα δεν αποτελούν αγαθά που παράγονται και πωλούνται με τον ίδιο τρόπο σε παγκόσμια κλίμακα. Παρόλα αυτά, το διηπειρωτικό εμπόριο εξακολουθεί να είναι σημαντικό για πολλούς από τους εμπλεκόμενους φορείς, όπως πχ. σε όσους έχουν τώρα πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες ή σε χαμηλότερα κόστη εργασίας. Πέραν αυτού, η επιβίωση πολλών εταιρειών είναι σε άμεση εξάρτηση από πελάτες που αποστέλλουν τα προϊόντα τους από μία ήπειρο σε άλλες.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα που ίσως γίνει ολοένα και συχνότερο στο μέλλον είναι η κατανομή κεφαλαίων σε υποδομές αναξιοποίητων ζωνών ή διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές. Ανάλογα με το ποια εμπορική συναλλαγή αναπτύσσεται ανά περίπτωση, η τοποθέτηση βιομηχανικών υποδομών ή περιουσιακών στοιχείων σε άλλες χώρες μπορεί να αποδειχθεί πολύ προσοδοφόρα (ενώ παράλληλα σημαίνει και μείωση του εμπορίου εισαγόμενων προϊόντων) ή επιπλέον ζημιογόνα (με τον περιορισμό των πρώτων υλών ή των εξαγώγιμων προϊόντων). Όλες οι διεθνείς εταιρείες πρέπει να αναμετρηθούν με ό,τι αυτό συνεπάγεται και, στο βαθμό που θα το επιτρέπουν οι κυβερνήσεις, να βρουν τρόπο να ενσωματώσουν στη γραμμή παραγωγής τους περισσότερες συμφέρουσες γεωγραφικές ζώνες. Κάτι τέτοιο πιθανότατα θα αποτελέσει πρόβλημα για πολλές δυτικές εταιρείες, οι οποίες θα αποκλειστούν με γρήγορους ρυθμούς από τις αναπτυσσόμενες αγορές της Ανατολής. Αντίστοιχα, κάτι άλλο που παρατηρείται πλέον συχνότερα είναι ο αποκλεισμός ανατολικών εταιρειών από αναπτυσσόμενες αγορές της Δύσης. Πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο αναμένονται ραγδαίες αλλαγές και μένει να φανεί πότε θα πραγματοποιηθεί οριστικό προβάδισμα των ανατολικών χωρών.
Τεχνολογία
Διαχρονικά, η χημική βιομηχανία υιοθετεί με αργούς ρυθμούς τις νέες τεχνολογίες και τα νέα μέσα ανάλυσης δεδομένων. Την περίοδο που διανύουμε, το ίδιο συμβαίνει και όσον αφορά στις τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης. Αυτό εξηγείται εύκολα από το γεγονός ότι πρόκειται για μία βιομηχανία, που η παραγωγή της βασίζεται σε υλικά εμπορεύματα και απαιτεί τη συνεργασία με έναν μικρό αριθμό προμηθευτών ανά προϊόν και μια σχετικά υψηλή βιομηχανική χρήση. Ωστόσο, οι νέες τεχνολογικές προτάσεις μπορούν να προσφέρουν προοδευτικά όλο και μεγαλύτερα οφέλη (κυρίως όσον αφορά τη μετατόπιση βιομηχανικών υποδομών και εταιρικών κεφαλαίων, αλλά και τη μέγιστη εμπορική εκμετάλλευση της παραγωγής). Αυτό που επιδέχεται προσοχής, όμως, είναι ότι οι τρέχουσες πρακτικές δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται απαραίτητα σαν χάρτης για το μέλλον αλλά να αναπροσαρμόζονται, ιδίως λόγω της διαρκούς τεχνολογικής προόδου.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη αξιοποιείται όλο και περισσότερο σε όλους τους κλάδους που διαχειρίζονται μεγάλες βάσεις δεδομένων -όπως η παραγωγή, το μάρκετινγκ, οι πωλήσεις και η Έρευνα και Ανάπτυξη επιχειρήσεων-, ανοίγοντας νέους δρόμους λειτουργικότητας και έναν πιο ορθολογικό καταμερισμό στις κεφαλαιακές δαπάνες. Πολλοί κορυφαίοι οργανισμοί της χημικής βιομηχανίας έχουν ήδη εκκινήσει σχετικές επενδύσεις και επωφελούνται οικονομικά. Είναι αυτοί που θα χτίσουν στο μέλλον γερά θεμέλια και θα επιτρέψουν στην Τεχνητή Νοημοσύνη να ωθήσει την παραγωγικότητά τους σε νέα ύψη. Άλλωστε, η πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο μπορεί να αλλάξει συλλήβδην τον τρόπο που λαμβάνονται οι κρίσιμες αποφάσεις. Η εξασφάλιση σημαντικών πληροφοριών όπως τα ποσοστά των πωλήσεων, οι επιμέρους δαπάνες των βιομηχανικών τμημάτων και τα αποθεματικά της παραγωγής, νωρίτερα από τους όποιους ανταγωνιστικούς φορείς, θα αποτελέσει ένα ακόμα ισχυρότερο πλεονέκτημα.
Η ευκολία στην αναγνώριση προτύπων όσον αφορά την εμπορική εκμετάλλευση, βασικό πλεονέκτημα της Τεχνητής Νοημοσύνης, θα αυξήσει από την πλευρά της εργοδοσίας τη διαφάνεια όσον αφορά στις επιδόσεις του βιομηχανικού εξοπλισμού και του ανθρώπινου δυναμικού, την επιτυχία των χημικών προϊόντων ανά εμπορική κατηγορία, τις αποφάσεις των διοικητικών στελεχών και τις μεμονωμένες υπαλληλικές δραστηριότητες. Αυτή η νέα πραγματικότητα θα γνωστοποιείται στους εταιρικούς μετόχους, οδηγώντας σε ορθότερες αποφάσεις σχετικά με τη λειτουργικότητα των οργανισμών και τις στρατηγικές που θα πρέπει να υιοθετούνται. Επίσης, η υιοθέτηση των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων θα επιτρέψει μια μεγάλη σειρά διαδικαστικών αυτοματισμών (πχ. η τιμολόγηση των μηχανημάτων θα μπορεί να ακολουθεί τους κανονισμούς της προμήθειάς τους), με αποτέλεσμα οι εταιρείες να αλλάζουν τις προσεγγίσεις τους ως προς τις προτιμώμενες διαδικασίες, την κλίμακα μεγέθους τους, αλλά και την ανάθεση εσωτερικών και εξωτερικών αρμοδιοτήτων.
Επιπτώσεις στην ανάπτυξη στρατηγικών πλάνων
Αντίστοιχα, όλες οι παραπάνω εξελίξεις θα κάνουν την ανάπτυξη στρατηγικών μια πιο σύνθετη διαδικασία (ιδιαίτερα στις περιπτώσεις αλληλοεξάρτησης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εταιρειών). Έτσι, παρόλο που η τεχνολογία θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση καθεαυτών των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή νέων διαπραγματευτικών δυναμικών σε εμπορικό επίπεδο πιθανότατα θα κάνει την κατάσταση αρκετά πιο δύσκολη, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τις διαφορές στα νομοθετικά πλαίσια που θα προκύψουν μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών ζωνών. Πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα -και ανεξαρτήτως των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων εταιρειών βάσει της γραμμής των προϊόντων παραγωγής τους- ιδιαίτερη προσοχή χρήζουν τα ακόλουθα σημεία.
Οι αναπτυξιακές επιλογές όσον αφορά στην ανάπτυξη των εταιρειών ίσως χρειαστεί να επανεξεταστούν υπό τα νέα νομοθετικά πλαίσια που θα αφορούν τη βιωσιμότητα αλλά και τον αντίκτυπό τους στην πελατειακή ζήτηση. Σε γενικές γραμμές, οι νομοθετικές ρυθμίσεις και οι αλλαγές στις γεωπολιτικές προσεγγίσεις θα γίνουν πολύ πιο ευμετάβλητες σε σχέση με οτιδήποτε έχουν ζήσει οι διοικήσεις των κλαδικών εταιρειών στο παρελθόν. Η ανταγωνιστική ευελιξία και η εξασφάλιση πολλαπλών επιχειρηματικών διεξόδων θα αποκτήσουν νέα αξία και θα καθορίζουν το επαγγελματικό πλεονέκτημα κάθε οργανισμού. Δεδομένου ότι μιλάμε για μια βιομηχανία που η ως τώρα αναπτυξιακή λογική της βασιζόταν στη διαρκή επεκτατικότητα και τη δημιουργία μεγαλύτερων βιομηχανικών μονάδων, κάτι τέτοιο θα αποδειχθεί δύσκολο και χρονοβόρο. Για να γίνει πραγματικότητα, οι διοικήσεις θα πρέπει να είναι ανοιχτές σε νέες πιθανές συνεργασίες, συγχωνεύσεις, οικονομικές συναλλαγές και μακροπρόθεσμα ερευνητικά προγράμματα, αλλά και στον σχεδιασμό μικρότερων ευέλικτων μονάδων παραγωγής, μια πρακτική που έχει υιοθετηθεί επιτυχώς σχετικά πρόσφατα και από εταιρείες της φαρμακοβιομηχανίας.
Επίσης, καθώς η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία θα αποκτά όλο και πιο κεντρικό ρόλο, οι εταιρείες θα πρέπει να την εκμεταλλεύονται για την ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών μοντέλων. Ήδη θεωρείται βέβαιη η καθιέρωση συγχωνευτικών τιμών και μεγαλεπίβολων αυτοματοποιήσεων στις ενδοεταιρικές διαδικασίες, ενώ όταν πλέον και η κβαντική πληροφορική αρχίσει να διαδίδεται και να αξιοποιείται ευρέως θα φέρει μια εκ νέου ανάπτυξη στον τομέα της Έρευνας και της Ανάπτυξης. Βέβαια, όλα τα παραπάνω μπορούν να λάβουν χώρα ιδανικά σε ένα περιβάλλον όπου οι εταιρικοί μέτοχοι θα ενημερώνονται διαρκώς διεκδικώντας ιδανικότερες συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψιν τους όλα τα στοιχεία που αφορούν την οικονομία, το περιβάλλον, την κοινωνία και τη συνεργασία με τις εκάστοτες κυβερνήσεις.
Οι συνέπειες του COVID-19
Παρόλο που η πανδημία εξακολουθεί να είναι ο πρωταγωνιστής της καθημερινότητάς μας, η παγκόσμια βιομηχανία έχει έρθει αντιμέτωπη με παρόμοιες αρνητικές συνθήκες και κατά το παρελθόν. Τα έσοδα της χημικής βιομηχανίας, συγκεκριμένα, συνδέονται με την ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ. Έτσι, οι μεγάλες εταιρείες που λειτουργούν ως μητρικές σε μικρότερες θα επενδύσουν περισσότερα, ενώ εκείνες που βρίσκονται στα επόμενα στάδια της παραγωγής θα δουν για ένα διάστημα τα αποθέματά τους να αδειάζουν. Παρόλα αυτά, με το πέρασμα της κρίσης η αύξηση των εσόδων θα είναι αναλογικά μεγαλύτερη από αυτή του ΑΕΠ, καθώς οι μικρότερες προμηθευτικές εταιρείες θα πρέπει να ξαναγεμίσουν τις αποθήκες τους. Πάντως, προς το παρόν τα αποθεματικά των εταιρειών παραγωγής χημικών προϊόντων παγκοσμίως έχουν καταφέρει να κινηθούν χωρίς εκτενείς απώλειες (ή κέρδη). Ανάλογα με το φάσμα των προσφερόμενων προϊόντων τους, κάποιες σίγουρα πλήττονται περισσότερο, άλλες λιγότερο και κάποιες διατηρούνται στα ίδια επίπεδα.
Το σίγουρο είναι πως, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους στα προ κρίσης επίπεδα, οι διάφορες διοικήσεις προσπαθούν να διατηρήσουν όσον το δυνατόν πιο ανέπαφες τις αλυσίδες ανεφοδιασμού, την προμήθεια των πρώτων υλών και τη λειτουργικότητά τους βάσει των μεταβαλλόμενων νομοθετικών πλαισίων. Και παρόλο που η επέλαση του κορωνοϊού έχει οδηγήσει σε συγκεκριμένες εξελίξεις με γρήγορους ρυθμούς (πχ. στην ψηφιοποίηση των δεδομένων, την ευελιξία των εταιρικών συναντήσεων και στη διαχείριση γεωπολιτικού ενδιαφέροντος εντάσεων), δεν έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά συνολικά στη βιομηχανία.
Επιστρέφοντας στην εγχώρια αγορά, ο κ. Σκαρλάτος σημειώνει τους παράγοντες που θα ωθήσουν την ανάπτυξη της ελληνικής χημικής βιομηχανίες. «Οι εξαγωγές λόγω της αυξανόμενης εξωστρέφειας που διακρίνει τον κλάδο μας, η αξιοποίηση των πόρων του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, κυρίως μέσω του ενεργειακού εκσυγχρονισμού των κτιρίων, η υλοποίηση των στόχων του Green Deal και η αξιοποίηση για εκσυγχρονισμό των πόρων του ΕΣΠΑ 2021-2027 μπορούν να γίνουν αρωγοί στην ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας».
Δεδομένου, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε προς το τέλος και του δεύτερου κύματος της πανδημίας, μπορούμε να διατηρήσουμε την αισιοδοξία πως το μέλλον δε θα επιφυλάσσει περισσότερες εκπλήξεις και οι επιβαλλόμενες αλλαγές θα έχουν μόνο θετικά αποτελέσματα σε βάθος χρόνου.