Ο Δρ Νικόλαος Αρβανιτίδης, Οικονομικός Γεωλόγος, Συντονιστής Ευρωπαϊκών Θεμάτων Ορυκτών Πρώτων Υλών, Γεωλογική Έρευνα της Σουηδίας, αναλύει όλες τις νέες εξελίξεις αλλά και τις προοπτικές, που μπορούν να ανακύψουν από την αξιοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών και την «πράσινη» ανάπτυξη σε Ευρώπη και Ελλάδα.

Τι εννοούμε με τον όρο κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες και πόσο σημαντικές είναι για το βιομηχανικό κλάδο;
Οι ορυκτές πρώτες ύλες με μεγάλη οικονομική σημασία, ο υψηλός κίνδυνος διαθεσιμότητας και η σχεδόν καθολική εξάρτηση από εισαγωγές, ονομάζονται κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των περισσότερων μετάλλων, η εξάρτηση της Ε.Ε. από εισαγωγές κυμαίνεται μεταξύ 75% και 100%. Ειδικότερα, ανάμεσα στα 30 που περιλαμβάνονται στον κατάλογο τους (που ανακοινώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020), περιλαμβάνονται το λίθιο, το κοβάλτιο, ο γραφίτης, οι σπάνιες γαίες. Αυτές οι ορυκτές πρώτες ύλες είναι απαραίτητες για τη λειτουργική βιωσιμότητα αλυσίδων αξίας υψηλής τεχνολογίας και βιομηχανικών οικοσυστημάτων, που εντάσσονται στην προοπτική μετάβασης προς οικονομίες καθαρής ή «πράσινης» αν θέλετε ενέργειας. Άρα, η πρόσβαση σε κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες είναι θέμα στρατηγικής σημασίας για την ανοιχτή αυτονομία και την ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας απέναντι στις νέες «πράσινες» προκλήσεις, που καλείται να αντιμετωπίσει και φιλοδοξεί βέβαια να πραγματοποιήσει.

Με ποιους τρόπους μπορούν να συμβάλουν οι κρίσιμες πρώτες ύλες στις στρατηγικές που επιβάλλει η πράσινη συμφωνία στην Ε.Ε;
Τόσο η ευρωπαϊκή «πράσινη» συμφωνία, με το γενικό στόχο να καταστεί η Ευρώπη κλιματικά ουδέτερη, όσο και η νέα βιομηχανική στρατηγική της Ε.Ε., θεωρούν ότι η διαθεσιμότητα και η διασφάλιση επάρκειας των ορυκτών πρώτων υλών αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση και θέμα στρατηγικής σημασίας, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Αναντίρρητα, οι πρακτικές κυκλικής οικονομίας και οι αποτελεσματικές αλυσίδες αξίας, που βασίζονται σε κρίσιμα και άλλα ορυκτά και μέταλλα, έχουν αποφασιστική συμμετοχή και σημαντική συμβολή στην προώθηση και εφαρμογή τεχνολογιών και βιομηχανικών οικοσυστήματων, που υποστηρίζουν την υλοποίηση της ενεργειακής μετάβασης. Στην κατέυθυνση αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι η δυναμική, υπεύθυνη και αξιόπιστη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κοιτασμάτων, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την τεχνολογική καινοτομία, την κλιματικά φιλική βιομηχανία και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Ποιους στόχους πρέπει να θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη βιώσιμη αξιοποίησή τους;
Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της γρήγορα αυξανόμενης ζήτησης, απαιτείται η παραγωγή των ορυκτών πρώτων υλών τόσο από πρωτογενείς, όσο και από δευτερογενείς κοιτασματολογικές πηγές. Συνεπώς, η όποια δυσκολία ή παρεμπόδιση πρόσβασης και παροχής ορισμένων μετάλλων, ιδίως σπάνιων γαιών, λιθίου και κοβαλτίου, μπορούν να προκαλέσουν απρόβλεπτες συνέπειες και εξελίξεις στις αλυσίδες προμήθειας τους. Το αποτελεσμα μπορεί να είναι η διακοπή ή ακόμη και η ακύρωση παραγωγής μπαταριών λιθίου και ανεμογεννητριών, και κατ’επέκταση η αδυναμία επίτευξης της προβλεπόμενης μείωσης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη την ταχύτητα των εξελίξεων και στη βάση των αυστηρών προθεσμιών που προβλέπονται, θα πρέπει όλοι μας να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί, προκειμένου να δρομολογήσουμε και να πετύχουμε την ενεργειακή μετάβαση και το μετασχηματισμό, όπως και τη βιώσιμη διαθεσιμότητα και επάρκεια των ορυκτών πρώτων υλών που χρειάζονται, ώστε ο στόχος προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία να γίνει, πράξη.

Ποιες είναι οι καινοτόμες ενεργειακές τεχνολογίες, που μπορούν να αναδυθούν από την εξόρυξη σπάνιων γαιών;
Όπως προαναφέρθηκε, τα ορυκτά και τα μέταλλα είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη και παροχή τεχνολογιών παραγωγής χαμηλών εκπομπών άνθρακα μέσα από εφαρμογές και χρήσεις «πράσινης» ενέργειας. Τα ορυκτά και τα μέταλλα είναι, επίσης, θεμελιώδη για να καταστήσουν τις κοινωνίες πιο ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή, στη βάση τεχνολογικών αλυσίδων αξίας που υποστηρίζουν την εφαρμογή βιομηχανικών συστημάτων ανανεώσιμης ενέργειας και ηλεκτροκίνησης. Στην κατεύθυνση αυτή, η ταχεία αντικατάσταση κινητήρων αυτοκινήτων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρική τεχνολογία, στη βάση χρήσης μόνιμων μαγνητών, καθώς και η ευρύτερη εφαρμογή της αιολικής ενέργειας οδηγούν στη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση για εξόρυξη και παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών, όπως είναι το νεοδύμιο, το δυσπρόσιο και αλλα μέταλλα της ομάδας σπάνιων γαιών.

Είναι λοιπόν φανερό ότι για την κάλυψη μελλοντικών ενεργειακών αναγκών μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και διευρυμένης ηλεκτροκίνησης, ο τομέας της ενέργειας θα βρεθεί μπροστά στην ανάγκη μαζικής κατασκευής ανεμογεννητριών και ηλεκτρικών αυτοκινήτων, που με τη σειρά τους για να λειτουργήσουν, θα χρειαστούν την παραγωγή και τη χρήση μεγάλου αριθμού μαγνητών νεοδυμίου. Σε μια από τις πιο αξιόπιστες προσεγγίσεις, η ετήσια ζήτηση της Ε.Ε. για τις σπάνιες γαίες μόνιμων μαγνητών θα αυξηθεί 6 φορές το 2030 και μέχρι 15 φορές το 2050 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2018. Έτσι, σύμφωνα με τους στόχους της Ε.Ε. για την απαλλαγή από τον άνθρακα, η ανάπτυξη ανεμογεννητριών από μόνη της θα απαιτεί το μεγαλύτερο μέρος του νεοδυμίου, πρασεοδύμιου, δυσπροσίου και του τερβίου, που διατίθενται σήμερα στην αγορά της Ε.Ε.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι που ελοχεύουν από τη χρήση σπάνιων γαιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Οι σπάνιες γαίες, που ήταν πολύ κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες πριν από μια δεκαετία, βρίσκονται για άλλη μια φορά στο γεωπολιτικό επίκεντρο και τη διεμπορική αντιπαράθεση. Αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο στις βιομηχανικές αλυσίδες αξίας της Ε.Ε., ιδίως σε αυτές που έχουν σχέση με την ηλεκτροκίνηση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Είναι συνεπώς ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η διασφάλιση βιώσιμης και ολοκληρωμένης λειτουργίας της αλυσίδας αξίας τεχνολογίας μόνιμων μαγνητών νεοδυμίου, από την εξόρυξη, το μεταλλείο και τη μονάδα επεξεργασίας μέχρι τα προϊόντα τελικής χρήσης. Την ίδια στιγμή έχει διαπιστωθεί ότι η ζήτηση τους αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό περίπου 10% τον χρόνο, αν και ο ξέφρενος ρυθμός τεχνολογικής εξέλιξης και ανάπτυξης σημαίνει ότι η ακριβής πρόβλεψη είναι πολλές φορές δύσκολη.

Η εξόρυξη πρωτογενών κοιτασμάτων ορυκτών σπάνιων γαιών προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να είναι η πιο σημαντική πηγή παραγωγής τους. Η Ε.Ε. δεν έχει κάποια εξορυκτική δραστηρίότητα σπάνιων γαιών, αν και η νέα λίστα κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών και η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση τους, έχουν επαναφέρει το ενδιαφέρον, σχετικά με την παραγωγική αξιοποίηση κάποιων κοιτασμάτων, κυρίως σε χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Σε κάθε περίπτωση, έχουν ακόμη και πολύ πρόσφατα δημοσιευτεί επιστημονικά αποτελέσματα, που αναφέρονται στην ανάπτυξη και εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών στην εξέλιξη της μεταλλευτικής αλυσίδας, που τεκμηριώνουν και διασφαλίζουν τη βιώσιμη παραγωγική αξιοποίηση σπανίων γαιών εντός της Ε.Ε.

Πως πιστεύετε ότι θα είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτήν την κατεύθυνση;
H εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας σημαίνει αντιμετώπιση του διττού στόχου της ανθεκτικότητας της Ευρώπης σε ό,τι αφορά στη βιώσιμη αυτάρκεια της σε ορυκτές πρώτες ύλες, καθώς και στην επίτευξη των προβλεπόμενων στόχων για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας απαιτεί τεράστιες ποσότητες ορυκτών πρώτων υλών.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία των κρατών μελών, όσον αφορά στην πλήρη διερεύνηση και, κατά συνέπεια, την εκμετάλλευση του ενδοευρωπαϊκού δυναμικού πρωτογενών και δευτερογενών κοιτασμάτων. Οι απαιτούμενες δράσεις πρέπει να στοχεύουν στην ολοκληρωμένη και βιώσιμη υλοποίηση αλυσίδων αξίας που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας. Η ένταση σχετικά με τη διαθεσιμότητα και την επάρκεια των απαραίτητων ορυκτών πρώτων υλών είναι ιδιαίτερα υψηλή, αφού πολλοί από τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας πρέπει να επιτευχθούν μέχρι το 2030.

Η Ε.Ε. εκτιμά ότι 7-8 εκατομμύρια νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα κυκλοφορούν κάθε χρόνο στους δρόμους της. Αυτό σημαίνει ότι έως το 2030, θα χρειαστούμε πολύ περισσότερο μαγγάνιο, λίθιο, κοβάλτιο, σπάνιες γαίες, νικέλιο και χαλκό για να μπορέσουν οι βιομηχανίες αυτοκινήτων να πετύχουν αυτούς τους πολύ φιλόδοξους στόχους παραγωγής. Για παράδειγμα, η ζήτηση του λιθίου έχει αυξηθεί πολύ τους τελευταίους μήνες και αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, αφού είναι σίγουρο ότι πολλά από τα νέα εργοστάσια μπαταριών θα βρεθούν στο στάδιο παραγωγής στους επόμενους 12 μέχρι 36 μήνες. Στην πραγματικότητα, το 2030 απέχει μόνο εννέα χρόνια. Εννέα χρόνια είναι περίπου και ο χρόνος που απαιτείται για να ξεκινήσει την παραγωγική του λειτουργία ένα μεταλλείο, από την στιγμή που έχει εντοπιστεί και αξιολογηθεί οικονομοτεχνικά το κοίτασμα.

Ποιες τάσεις και προτάσεις αξίζουν να παρουσιαστούν σε αυτό το πλαίσιο;
Το βασικό ερώτημα και η σχετική πρόκληση που προκύπτει λοιπόν, είναι από πού και πως θα βρεθούν οι ορυκτές πρώτες ύλες μπαταρίας που χρειάζονται αλλά και κατά πόσο οι συχνά μη βιώσιμες εισαγωγές, μπορεί να είναι από μόνες τους αρκετές για να τροφοδοτήσουν και να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες της βιομηχανίας ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Επίσης, στόχος είναι η παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας από ανεμογεννήτριες να αυξηθεί από ένα δυναμικό της τάξης των 210 γιγαβατώρων στο αντίστοιχο των 350 γιγαβατώρων το 2030, καλύπτοντας από το 14% σήμερα, το 24% της ζήτησης και κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.

Και μόνο αυτό προξενεί «σεισμικές δονήσεις» σχετικά με τη δυνατότητα να υπάρξει πρόσβαση και επαρκείς ποσότητες των σπάνιων γαιών που θα είναι απαραίτητες, και μάλιστα σε μορφές κατάλληλες για χρήση στους μόνιμους μαγνήτες. Συνεπώς, η υπεύθυνη παραγωγική αξιοποίηση ενδοευρωπαϊκών κοιτασμάτων ΟΠΥ αποτελεί βασική προϋπόθεση για την τεχνολογική καινοτομία, τα νέα βιομηχανικά οικοσυστήματα και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η περιορισμένη και ανεπαρκής πρόσβαση ορυκτών πρώτων υλών δεν επιτρέπει ή καθυστερεί την ανάπτυξη μιας κλιματικά ουδέτερης οικονομίας. Φτάνει, για παράδειγμα, μια πανδημία για να αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσοτερο τις αξιακές αλυσίδες κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών.

Για το λόγο αυτό, βασικός στόχος πρέπει να είναι η παροχή ολοκληρωμένων λύσεων σε μια κυκλική, αποτελεσματική χρήση ορυκτών πρώτων υλών, και προς μια βιώσιμη βιομηχανία έτοιμη να αντιμετωπίσει τις σημερινές κοινωνικές προκλήσεις και απαιτήσεις, όπως, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Αποτελεί, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη η δημιουργία μιας γενικότερης κοινωνικής αντίληψης, που δέχεται ότι τα ορυκτά και τα μέταλλα είναι απαραίτητα για την επίτευξη των κρίσμων κλιματικών στόχων, με την υπεύθυνη πάντα δέσμευση ότι παράγονται με τρόπο βιώσιμο, και λειτουργούν στη βάση των πρακτικών της κυκλικής οικονομίας.