Τα πράσινα PPAs, δηλαδή τα διμερή συμβόλαια προμήθειας ηλεκτρισμού από ΑΠΕ μεταξύ παραγωγών και επιλέξιμων καταναλωτών δίνει στη βιομηχανία αυτό που έχει μεγαλύτερη ανάγκη, δηλαδή σταθερές και ανταγωνιστικές τιμές προμήθειας.

Γράφειο ο Κωνσταντίνος Γκαράκης, Ενεργειακός Μηχανικός Msc, MA

Το νέο μοντέλο των πράσινων PPAs, (Power Purchase agreements), που αποτελεί ήδη παγκόσμια τάση, διέπεται από τη βασική αρχή ότι οι παραγωγοί ΑΠΕ θα μπορούν να συνάπτουν συμβόλαια με βιομηχανίες, καθώς επίσης με επιχειρήσεις.
Το όφελος για ένα παραγωγό με χαρτοφυλάκιο αιολικών και φωτοβολταϊκών είναι ότι διασφαλίζει σε μακροχρόνια βάση και σε προκαθορισμένη τιμή, αγοραστή για την παραγόμενη ενέργεια των πάρκων του, ενώ από την πλευρά της η βιομηχανία και κάθε άλλη ενεργοβόρο επιχείρηση αποκτά αυτό που έχει μεγαλύτερη ανάγκη, δηλαδή σταθερές και ανταγωνιστικές τιμές προμήθειας.

Συνθήκες στην Ευρώπη
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι τιμές των συμβάσεων εμφανίζουν ακόμη μεγάλες μεταξύ τους διαφορές, γεγονός που προφανώς αντανακλά τις ιδιαιτερότητες κάθε μιας από τις χονδρεμπορικές αγορές των στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το επίπεδο ανταγωνισμού και φυσικά, τους διαφορετικούς χρηματοπιστωτικούς κινδύνους. Στη Φινλανδία για παράδειγμα, οι τιμές για αιολικά διαμορφώθηκαν το 4ο τρίμηνο του 2020 στα 30 ευρώ, αλλά στην Γαλλία έφτασαν έως και τα 90 ευρώ. Στα φωτοβολταϊκά, είδαμε τιμές από 31 ευρώ/ΜWh στη Δανία, οι οποίες όμως έφτασαν και έως τα 62 ευρώ/ΜWh στην Αυστρία.

Τέτοια παραδείγματα περιέργων διακυμάνσεων όσον αφορά στις τιμές υπάρχουν πολλά. Ωστόσο, κοινός παρονομαστής της νέας αυτής αγοράς των πράσινων διμερών συμβολαίων είναι ότι αποτελούν το μέλλον στο χώρο, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη γεωμετρική πρόοδο με την οποία αυξάνονται οι συμβάσεις αυτές παγκοσμίως. Η τρέχουσα δυναμική των «πράσινων» διμερών συμβολαίων δείχνει πολύ μεγάλη. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Pexapark, αναμένεται να υπερβούν φέτος πανευρωπαϊκά τα 10 GW. Η άνοδος της ζήτησης για τέτοιες συμβάσεις συνδέεται ευθέως με την ισχυρή δυναμική των επενδύσεων ΑΠΕ σε πλειάδα χωρών.

Για παράδειγμα, στη Γερμανία αυξάνονται τα έργα σε αιολικά και φωτοβολταϊκά, που δεν υπόκεινται σε επιδοτήσεις, ενώ εδραιώνεται η ανοδική τάση για τα υπεράκτια αιολικά, όπου οι επενδύσεις το 2020 υπερέβησαν τα 26 δισ. ευρώ. Στην Ισπανία συνεχίζεται η ισχυρή δυναμική της αγοράς των ΑΠΕ, ενώ σε πλειάδα χωρών αποτελούν πλέον παρελθόν τα παραδοσιακά μοντέλα των παχυλών ενισχύσεων του παρελθόντος, με τις διαγωνιστικές διαδικασίες που τα έχουν αντικαταστήσει να ρίχνουν ολοένα και περισσότερο το κόστος παραγωγής «πράσινης» ενέργειας για τις ώριμες τεχνολογίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι πέρυσι το καλοκαίρι, οι δημοπρασίες στην Πορτογαλία είχαν ως αποτέλεσμα να επιτευχθούν οι χαμηλότερες τιμές παγκοσμίως για φωτοβολταϊκά, ίσες με 11,14 ευρώ/MWh. Στην ίδια λογική, εντάσσονται και εκτιμήσεις της Aurora Energy Research, σύμφωνα με τις οποίες μέχρι το 2030 τα φωτοβολταϊκά πάρκα που δεν θα υπάγονται σε καθεστώς ενίσχυσης σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Βρετανία, θα παράγουν άνω των 70 TWh ετησίως. Δείγμα της εξάπλωσης των διμερών συμβολαίων, είναι ότι το 60% της παραπάνω παραγωγής θα διοχετεύεται σε προμηθευτές ρεύματος, ενώ το 40% απευθείας σε εταιρικούς πελάτες.

Τι προσφέρουν οι «πράσινες» διμερείς συμβάσεις
Τα PPAs ενισχύουν την προβλεψιμότητα τόσο των εσόδων του πωλητή, όσο και του ενεργειακού κόστους για τον αγοραστή, περιορίζοντας την έκθεσή τους στις διακυμάνσεις τιμών των αγορών ενέργειας. Επιπλέον, διασφαλίζουν προσιτές τιμές, καθώς αξιοποιούν την ισχυρή πτώση κόστους στις ΑΠΕ. Τέλος, επιτρέπουν στις συμβαλλόμενες εταιρείες να υλοποιήσουν τις περιβαλλοντικές τους δεσμεύσεις για κλιματικά ουδέτερες δραστηριότητες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ευρύ κοινό και τους θεσμικούς επενδυτές, όπως και τα funds που επενδύουν σε αυτές. Η στροφή των εταιρειών τεχνολογίας προς τα διμερή συμβόλαια προμήθειας ενέργειας από ΑΠΕ δεν καλύπτει μόνο την ανάγκη για σταθερό ενεργειακό κόστος των ενεργοβόρων δραστηριοτήτων. Καλύπτει και τις απαιτήσεις για μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, που βρίσκονται πλέον στον πυρήνα της στρατηγικής τους.

Η ελληνική πραγματικότητα
Μεγάλα διμερή συμβόλαια έχουν αρχίσει να υπογράφονται και στη χώρα μας. Η MYTILINEOS συμβασιοποίησε την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (Corporate PPA) από φωτοβολταϊκά πάρκα που παραμένουν στην ιδιοκτησία της Egnatia Group ισχύος 200 MW, έναντι τιμής 33 ευρώ /ΜWh και για περίοδο 10+5 ετών. Η συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ εντός του 2023.
H Victus, η κοινή εταιρεία των Vodafone Ελλάδας και Wind Hellas που διαχειρίζεται περισσότερες από 2.500 κεραίες κινητής τηλεφωνίας, προωθεί αντίστοιχη συμφωνία. Στον ίδιο δρόμο, αυτό των PPAs, αναμένεται να κινηθεί και η Microsoft, όσον αφορά στην επένδυση για το data center στο Λαύριο, το οποίο θα λειτουργεί 100% με τη χρήση ΑΠΕ.

Οι προτάσεις του ΥΠΕΝ
Στόχος σήμερα ενός παραγωγού ΑΠΕ, προκειμένου να υπογράψει μακροχρόνιο συμβόλαιο με βιομηχανία για την απορρόφηση της παραγόμενης από αυτόν ενέργειας, είναι να μπορεί να πάρει χρηματοδότηση από τράπεζα για το έργο του. Όμως, η καμπύλη της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ δεν ταιριάζει με την καμπύλη φορτίου της βιομηχανίας. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή των ΑΠΕ, η παραγωγή δεν είναι σταθερή μέσα στην διάρκεια της ημέρας, κάτι που ωστόσο είναι απαραίτητο για τις ανάγκες μιας βιομηχανίας.

Στην ουσία, με την επιδότηση της τιμής της ενέργειας, που προβλέπει η ελληνική πρόταση, επιχειρείται να καλυφθεί το κόστος που προκύπτει από τις διαφορετικές αυτές καμπύλες, των έργων ΑΠΕ και της βιομηχανίας. Ακούγεται, επίσης, ότι ένα από τα σενάρια που εξετάζεται είναι η απαλλαγή των παραγωγών παραγωγή ΑΠΕ από τα κόστη εξισορρόπησης. Το σχέδιο το οποίο έχει προκοινοποιηθεί στην ΕΕ, προέβλεπε επιδότηση 15 ευρώ/MWh για την ηλεκτρική ενέργεια που θα παρέχεται μέσω των PPAs στους παραγωγούς-προμηθευτές ώστε να εφαρμόσουν ανταγωνιστικότερο κόστος για την βιομηχανία.

Η ελληνική πρόταση για τα «πράσινα» PPAs για την έγκριση των κινήτρων που ορίζονταν (κοινοτική νομοθεσία για τις περιβαλλοντικές κρατικές ενισχύσεις), απεστάλη τον Φεβρουάριο στις Βρυξέλλες και συγκεκριμένα στην Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού, η οποία δεν την αποδέχτηκε. Οπότε ετοιμάζεται νέα πρόταση, αναγνωρίζοντας το ΥΠΕΝ ότι αν εξαιρέσει κανείς τις ενδοομιλικές συμβάσεις (στο πλαίσιο καθετοποιημένων ομίλων), είναι δύσκολο να έρθουν σε απευθείας συμφωνία, με αμοιβαία επωφελείς όρους, οι ενεργοβόρες βιομηχανίες και οι παραγωγοί ΑΠΕ. Η αγορά είναι ρηχή και μη ώριμη, τα απευθείας διμερή συμβόλαια ανάμεσα σε σταθμούς ΑΠΕ και ενεργοβόρους καταναλωτές, είναι δύσκολο να προχωρήσουν άμεσα.

To νέο σχήμα που εξετάζει το ΥΠΕΝ είναι το δημόσιο να εξασφαλίζει για τους σταθμούς ΑΠΕ απορρόφηση του παραγόμενου ρεύματος, με σταθερές ταρίφες, για μακρύ χρονικό διάστημα, αλλά όχι για το σύνολο, παρά για ένα ποσοστό και μόνον της «πράσινης» παραγωγής τους (για παράδειγμα το 40%). Το πλεονέκτημα αυτό θα συνδέεται με την υποχρέωση τροφοδότησης, με ανταγωνιστικούς όρους, παραγωγικών βιομηχανικών μονάδων της χώρας, πολύ ενεργοβόρων επιχειρήσεων, ενώ θα συνοδεύεται και από άλλες διευκολύνσεις, εγγυήσεις κ.λπ.

Μια τέτοια πολιτική έναντι των ΑΠΕ έχει βέβαια κόστος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα κληθεί να επωμιστεί ο ΕΛΑΠΕ. Εκτιμάται ωστόσο ότι θα είναι ένα μέγεθος διαχειρίσιμο, αφού οι τιμές αποζημίωσης των ΑΠΕ πέφτουν συνεχώς και σύντομα θα κινούνται σταθερά κάτω από τις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος, ενώ τα βάρη του ΕΛΑΠΕ από τους νέους αιολικούς και φωτοβολταϊκούς σταθμούς είναι μικρά.
Η νέα αυτή πρόταση βρίσκεται υπό επεξεργασία, με πολλά επιμέρους θέματα να χρειάζονται λεπτομερή μελέτη και τεκμηρίωση, έτσι ώστε μέχρι το καλοκαίρι να είναι εφικτή η παρουσίασή του στην Κομισιόν και να ακολουθήσει η συνήθης διαδικασία των ερωτημάτων και παρατηρήσεων, της προκοινοποίησης κ.λπ.