Η συμβολή της χημικής βιομηχανίας, ενός από τους πιο καινοτόμους και με εξαγωγικό προσανατολισμό κλάδους της ελληνικής οικονομίας, στην επίτευξη των στόχων του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομική ανάπτυξη, είναι καθοριστική.

Η συμβολή της χημικής βιομηχανίας, ενός από τους πιο καινοτόμους και με εξαγωγικό προσανατολισμό κλάδους της ελληνικής οικονομίας, στην επίτευξη των στόχων του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομική ανάπτυξη, είναι καθοριστική.

Η χημική βιομηχανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους μεταποιητικούς τομείς της Ευρώπης, αλλά και της Ελλάδας, και ως τέτοιος διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην παροχή καινοτόμων υλικών και τεχνολογικών λύσεων για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας ολόκληρου του βιομηχανικού τοπίου. Τα περισσότερα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ευρώπη συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών προϊόντων, των ηλεκτρονικών, των μπαταριών, των δομικών υλικών κ.λπ. βασίζονται σε χημικές ουσίες για ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών.
Πρόσφατα η ΕΕ δημοσίευσε δίοδο μετάβασης για τη χημική βιομηχανία. Η δίοδος θα συμβάλει στην κατάρτιση ενός επιχειρηματικού σχεδίου και ενός χάρτη πορείας για επενδύσεις σε ασφαλή και βιώσιμα χημικά προϊόντα. Οι περιγραφόμενες δράσεις, οι οποίες θα υλοποιηθούν από ολόκληρο το οικοσύστημα, επιδιώκουν να προωθήσουν τη συνεργασία στον τομέα της καινοτομίας και τη συλλογή πληροφοριών για τη στήριξη της διαφοροποίησης των πρώτων υλών, και να βελτιώσουν τον εφοδιασμό καθαρής ενέργειας χάρη στον εξηλεκτρισμό, την παραγωγή υδρογόνου ή την επαναχρησιμοποίηση αποβλήτων. Τα μέτρα αυτά μπορούν να στηρίξουν τον μετασχηματισμό της χημικής βιομηχανίας και να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητά της και τη συμβολή της στην παραγωγή των πράσινων και ψηφιακών τεχνολογιών του αύριο.

«Η χημική βιομηχανία, στο ρόλο της στην πράσινη μετάβαση έχει ως στόχους ένα περιβάλλον “χωρίς τοξικά”, την κλιματική ουδετερότητα, την κυκλικότητα (πράσινη μετάβαση) αλλά και ψηφιοποίηση (ψηφιακή μετάβαση)», σημειώνει ο Πρόεδρος του ΣΕΧΒ, Αρμόδιος Γιαννίδης.
Σε αυτή τη διπλή μετάβαση αποτελεί ζητούμενο η ανθεκτικότητα της χημικής βιομηχανίας, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον.

Σύμφωνα με τον κ. Γιαννίδη, η ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία, δεύτερη σε μέγεθος παραγωγός χημικών παγκοσμίως, παρά την αύξηση της παραγωγής της άνω του 47% έναντι του 1990, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έχουν μειωθεί κατά 54% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Την ίδια περίοδο, η κατανάλωση ενέργειας στη χημική βιομηχανία της ΕΕ-27 μειώθηκε κατά 21%. Το σενάριο των μηδενικών εκπομπών έως το 2050 βασίζεται σε μία σαφή μείωση των εκπομπών CO2 κυρίως από την παραγωγή βασικών χημικών ουσιών.
«Αναγνωρίζοντας τη σημασία της χημικής βιομηχανίας η Επιτροπή στις 27/1/2023 δημοσίευσε τον οδικό χάρτη «Transition Pathway for the Chemical Industry», αποτέλεσμα διαδικασίας συνανάπτυξης από κοινού της χημικής βιομηχανίας με τα Κράτη Μέλη, τους κοινωνικούς εταίρους τις ΜΚΟ και την ακαδημαϊκή κοινότητα», επισημαίνει ο κ. Γιαννίδης.
Αποτελεί έναν αναλυτικό οδηγό για το πλαίσιο διακυβέρνησης που θα διέπει την χημική βιομηχανία μέχρι το 2050.

Ο Πρόεδρος του ΣΕΧΒ σημειώνει ότι οι 200 δράσεις που περιγράφονται συνοψίζονται σε 3 επιμέρους στοιχεία που αφορούν τις ενέργειες, τις τεχνολογίες και το νομοθετικό πλαίσιο:
1. Ενέργειες απαραίτητες για τη συνεργασία στην καινοτομία, την πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια, τις εναλλακτικές πρώτες ύλες και τη βελτίωση των μεθόδων παραγωγής.
2. Τεχνολογικό στοιχείο που αφορά την ηλεκτροδότηση, το υδρογόνο, τη βιομάζα, τα απόβλητα, τη δέσμευση και χρήση άνθρακα (CCU) καθώς και τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS).
3. Κανονιστικό στοιχείο που συλλέγει την υφιστάμενη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων πρωτοβουλιών έρευνας και καινοτομίας, που επηρεάζουν την ψηφιακή και βιώσιμη ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας.
«Στο επίκεντρο των επί μέρους ενεργειών που σε μεγάλο βαθμό επηρεάζουν και την ελληνική χημική βιομηχανία, που απαρτίζεται από Μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι:
• Η διεθνής ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια.
• Η πρόσβαση σε επαρκή και προσιτού κόστους ενέργεια με ουσιαστική αντιστάθμιση του σημερινού υψηλού κόστους.
• Η χρηματοδότηση σημαντικών επενδύσεων.
• Η έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη.
• Η εκπαίδευση και εξειδίκευση των εργαζομένων στις σημαντικές αλλαγές.
Η χημική βιομηχανία σε 30 χρόνια θα πρέπει να αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο που παράγει αλλά και το τι παράγει σε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία», καταλήγει ο κ. Γιαννίδης.

Πράσινη Χημεία
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να ανοίξει μια μικρή παρένθεση και να γίνει μια αναφορά στην Πράσινη Χημεία, ως μια διαφορετική φιλοσοφία πρακτικών εφαρμογών για την έρευνα και την ανάπτυξη τόσο σε ερευνητικά εργαστήρια όσο και στη χημική βιομηχανία, οι αρχές κι εφαρμογές της οποίας θα αναλυθούν εκτενώς σε επόμενο άρθρο. Ο βασικός στόχος της Πράσινης Χημείας είναι η μείωση των επικίνδυνων χημικών ουσιών που σχετίζονται με χημικές πρακτικές και χημικά προϊόντα, ενώ οι οι επιστήμονες που την προωθούν, θεωρούν ότι η μεθοδολογική προσέγγιση της αειφορίας δεν πρέπει να γίνει με την αποκατάσταση και έλεγχο της ρύπανσης, αλλά κυρίως με την πρόληψη στη βάση της τεχνολογίας και στις πρακτικές που ακολουθούνται.
Έτσι λοιπόν, οι περιοχές εφαρμογής της Πράσινης Χημείας, με γνώμονα την οικονομία και την αειφόρο ανάπτυξη, αφορούν στη χρησιμοποίηση εναλλακτικών πρώτων υλών, στη χρήση χημικών αντιδραστηρίων που έχουν μικρό βαθμό επικινδυνότητας, στη χρησιμοποίηση εναλλακτικών διαλυτών, στο σχεδιασμό ασφαλέστερων χημικών ουσιών και χημικών προϊόντων, στην ανάπτυξη εναλλακτικών συνθηκών αντιδράσεων και στη δραστική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Κλείνοντας την παρένθεση, η Πράσινη Χημεία είναι ένα σύνθετο σύστημα αρχών και εναλλακτικών κανόνων, που μπορούν να συμβάλλουν στην αειφορία.

Οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους για τη χημική βιομηχανία
Οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους για τη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα και η διατύπωση προτάσεων για βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες δράσεις που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των μεταποιητικών επιχειρήσεων είναι το αντικείμενο της εξειδικευμένης μελέτης που διεξήγαγε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ) το καλοκαίρι του 2022.
Ο Γιώργος Μανιάτης, Υπεύθυνος τμήματος Κλαδικών Μελετών ΙΟΒΕ δήλωσε σχετικά: «Η χημική βιομηχανία αντιμετωπίζει μια πολλαπλή πρόκληση: την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στις παραγωγικές της διαδικασίες, τη συνεισφορά υλών και προϊόντων που θα επιτρέψουν τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος σε άλλους τομείς, την ενίσχυση της κυκλικότητας των προϊόντων με τη χημική ανακύκλωση, την επίτευξη του στόχου για ένα περιβάλλον χωρίς τοξικές ουσίες, ενώ παράλληλα θα πραγματοποιήσει την ψηφιακή μετάβαση. Για να ανταποκριθεί, απαιτούνται κατάλληλος σχεδιασμός και σημαντικές επενδύσεις που θα οδηγούν στην εξασφάλιση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και την ΕΕ».

Οι επαγγελματίες του κλάδου ανέφεραν πως οι επιπτώσεις της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών στην ενέργεια είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις επιχειρήσεις της εγχώριας χημικής βιομηχανίας. Το 2020 η χημική βιομηχανία κατανάλωσε το 4% της συνολικής κατανάλωσης της βιομηχανίας. Όμως η κατανάλωση ήταν 53% χαμηλότερη σε σχέση με το 2010, αποτέλεσμα της εξοικονόμησης που πέτυχε. Στο μείγμα της συνολικής κατανάλωσης, το 45% αφορά ηλεκτρική ενέργεια, το 39% φυσικό αέριο, το υπόλοιπο 16% προϊόντα πετρελαίου, κυρίως LPG. Η χημική βιομηχανία για να παράγει χημικά προϊόντα, όπως λιπάσματα καταναλώνει τετραπλάσια ποσότητα σε σχέση με την κατανάλωση φυσικού αερίου για θερμικές ανάγκες. Η παραγωγή των χημικών προϊόντων επιβαρύνεται από την αύξηση του κόστους της ενέργειας αλλά και από τη σημαντική αύξηση του κόστους των πρώτων υλών που εφοδιάζεται από προμηθευτές με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας.

Οι επιμέρους τομείς με μεγάλη άμεση συμμετοχή του κόστους ενέργειας στο συνολικό κόστος εισροών, όπως οι τομείς παραγωγής λοιπών ανόργανων χημικών, βιομηχανικών αερίων, χρωστικών υλών, πετροχημικών, συνθετικών ινών, εκτιμάται ότι έχουν τη μεγαλύτερη επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία τους. Εμμέσως, όμως, επηρεάζονται σημαντικά και οι τομείς παραγωγής λιπασμάτων, πλαστικών, φυτοπροστατευτικών προϊόντων, χρωμάτων, βοηθητικών χημικών για τη βιομηχανία και καταναλωτικών χημικών, λόγω των αυξήσεων στο κόστος προμήθειας χημικών πρώτων υλών, οι οποίες συνδέονται στενά με το υψηλό ενεργειακό κόστος.
Συνολικά, η προοπτική ισχυρής πίεσης στην κερδοφορία των επιχειρήσεων του κλάδου θα έχει συνέπειες όσον αφορά τη δυνατότητά τους να υλοποιήσουν επενδύσεις και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της δεκαετίας που διανύουμε. Είναι επομένως απαραίτητο βραχυπρόθεσμα να περιοριστούν οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους στην οικονομία και να διασφαλιστεί η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και μεσοπρόθεσμα να εξασφαλιστεί η προσφορά ενέργειας σε προσιτές τιμές, χωρίς έκθεση σε διακυμάνσεις τιμών που δεν μπορούν να ελεγχθούν.

Η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα
Στη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται (Eurostat, 2020), 961 επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται 12.300 εργαζόμενοι – περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων. Στην πλειονότητά τους έχουν αντικείμενο δραστηριότητας που σχετίζεται με την παραγωγή καταναλωτικών (45%) και ειδικών χημικών προϊόντων (34%), ενώ αρκετά λιγότερες είναι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή βασικών χημικών ουσιών – κυρίως βασικών ανόργανων ουσιών και πολυμερών. Ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του κλάδου εκτιμάται ότι πλησίασε το 2021 τα €3,1 δισ., σημειώνοντας σημαντική άνοδο κατά 24% έναντι του 2020. Το μεγαλύτερο τμήμα του κύκλου εργασιών της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα συγκεντρώνουν τα ειδικά χημικά (€1,1 δισ. ή 36% του συνόλου), ενώ μεγάλη βαρύτητα, με €858 εκατ. ή 28% του συνόλου έχει και ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών χημικών.

Ο δείκτης του όγκου της εγχώριας παραγωγής χημικών ουσιών και προϊόντων ενισχύθηκε το 2021 κατά 3,8%, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία που παρουσιάζει ο κλάδος τα τελευταία χρόνια. Συνολικά η παραγωγή χημικών ήταν το 2021 υψηλότερη κατά 29,4% συγκριτικά με το 2015, με την επίδοση της χημικής βιομηχανίας να είναι καλύτερη σε σχέση με την εγχώρια Μεταποίηση. Σε συνολικό επίπεδο, η κρίση της πανδημίας του COVID-19 δεν επηρέασε σημαντικά την εγχώρια χημική βιομηχανία, η οποία το 2020 είχε οριακές απώλειες παρά την τεράστια ύφεση της ελληνικής οικονομίας, καθώς η υγειονομική κρίση ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της χημικής βιομηχανίας στις σύγχρονες οικονομίες και στα συστήματα υγείας.
Το 2021 η απασχόληση στη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα προσέγγισε τις 12.300 θέσεις εργασίας, οι οποίες αντιστοιχούν στο 3,6% της συνολικής απασχόλησης στη Μεταποίηση. Η απασχόληση στον κλάδο έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια και βρίσκεται σε επίπεδο κατά 19% υψηλότερο συγκριτικά με το 2016. Στην πλειονότητά τους (~70%) οι θέσεις εργασίας στη χημική βιομηχανία είναι υψηλής εξειδίκευσης.

Οι εξαγωγές χημικών ουσιών και προϊόντων έφτασαν τα €2,1 δισ. το 2021, παρουσιάζοντας σημαντική άνοδο κατά 27% συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές χημικών διαμορφώθηκαν το 2021 σε €5,8 δισ., αυξημένες κατά 21% έναντι του προηγούμενου έτους. Οι εισαγωγές χημικών αποτελούσαν το 2021, το 9% των συνολικών εισαγωγών στην Ελλάδα.