H πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της χημικής βιομηχανίας και η υποστήριξη της ανταγωνιστικότητάς τίθενται στο επίκεντρο της χημικής βιομηχανίας, με το νέο Οδικό Χάρτη Μετάβασης να αποτελεί πυξίδα για την επιτυχημένη πορεία του κλάδου.
Ο κόσμος αναζητά το επόμενο κύμα καινοτομίας από τη χημική βιομηχανία, που βρίσκεται σε μια φάση ριζικού μετασχηματισμού. Οι αυξανόμενες περιβαλλοντικές προκλήσεις, ο έντονος ανταγωνισμός σε παγκόσμιο επίπεδο και οι απαιτήσεις για πιο βιώσιμες και αποδοτικές διαδικασίες παραγωγής αποτελούν τις τρεις μεγάλες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει. Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε το ζητούμενο της τεχνολογικής προόδου και την ανάγκη υιοθέτησης καινοτόμων λύσεων.
Όμως, μακράν ο πιο σημαντικός τομέας που θα καθορίσει το μέλλον και της εγχώριας χημικής βιομηχανίας είναι η μετάβαση προς την παραγωγή πιο βιώσιμων προϊόντων και διαδικασιών. Οι επιχειρήσεις, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, θα πρέπει να επικεντρωθούν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στη βελτίωση της αποδοτικότητας των προϊόντων, αλλά και στην ανάπτυξη υλικών που μπορούν να ανακυκλώνονται πιο εύκολα.
Την ίδια στιγμή η καινοτομία σε υλικά και διαδικασίες αποτελεί πυλώνα της ανάπτυξής της, ενώ η επένδυση σε έρευνα και ανάπτυξη είναι ουσιαστική για τη διατήρηση του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος.
Ψηφιακή μετάβαση
Μια άλλη σημαντική διάσταση είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης, της ανάλυσης δεδομένων και της αυτοματοποίησης στις διαδικασίες παραγωγής θα βελτιώσει την αποδοτικότητα και την ακρίβεια, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας.
Ωστόσο, παρά την ανάγκη για μετασχηματισμό, στην πραγματικότητα, τα 10 κορυφαία χημικά προϊόντα αναπτύχθηκαν πριν από 50 χρόνια. Ευτυχώς, αυτό αρχίζει να αλλάζει. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι επενδύσεις έρχονται στο χώρο τόσο από ηγέτες του κλάδου όσο και από διορατικούς επενδυτές. Οι νεοφυείς χημικές εταιρείες ενισχύονται, καθώς βλέπουν μια χρυσή ευκαιρία να φέρουν νέες χημικές ουσίες στην αγορά – αν και συχνά υποτιμούν το χρόνο, το κόστος και την προσπάθεια που απαιτούνται για την επιτυχή υιοθέτηση και την κλιμάκωση.
Ο εγχώριος κλάδος σε αριθμούς
Σε αυτό το άκρως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η εγχώρια χημική βιομηχανία που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα με την ίδρυση μικρών μονάδων παραγωγής, επιχειρεί τη δική της ανάπτυξη. Φυσικά πολλά έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1950 όπου καταγράφηκε μια ραγδαία ανάπτυξη, με την εμφάνιση μεγάλων επιχειρήσεων, και τη δεκαετία του ’70 όπου ο κλάδος έφτασε στο απόγειό του, με την Ελλάδα να παράγει το 4% της συνολικής παραγωγής χημικών στην Ευρώπη. Σήμερα, μετά από την «εκκαθάριση» που έγινε τη δεκαετία του 1980 λόγω της κρίσης που οδήγησε σε μείωση της παραγωγής και σε κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, ο κλάδος απαρτίζεται από δεκάδες επιχειρήσεις, με ετήσιο τζίρο πάνω από 3,8 δισ. ευρώ και με τις εξαγωγές να ξεπερνούν το 67%. Η συμβολή στην ΑΠΑ έχει επανέλθει σε επίπεδα ανώτερα του 2008, η απασχόληση σημειώνει αύξηση 15% συγκριτικά με το 2015, και το 70% των θέσεων εργασίας είναι υψηλής εξειδίκευσης, με τις αμοιβές να υπερβαίνουν σημαντικά το μέσο όρο της εγχώριας μεταποίησης.
Όμως, παρά τα επιτεύγματα η πραγματικότητα είναι ότι η εγχώρια χημική βιομηχανία περιλαμβάνει επιχειρήσεις που υστερούν σημαντικά σε μέγεθος από αντίστοιχες χημικές επιχειρήσεις στην ΕΕ-27. Το μικρότερο μέγεθος περιορίζει τις παραγωγικές τους δυνατότητες, την αποτελεσματικότητα, την εξωστρέφεια, τις δυνατότητες χρηματοδότησης, την προσέλκυση ικανοτήτων και την καινοτομία. Επίσης, ο τομέας των βασικών χημικών στην Ελλάδα είναι πολύ λιγότερο αναπτυγμένος συγκριτικά με την ΕΕ-27, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη χαμηλότερου βαθμού ανάπτυξης, κάθετης ολοκλήρωσης και ανταγωνιστικότητας.
Όπως σημειώνουν παράγοντες του κλάδου, αλλά και από τα πορίσματα της πρόσφατης μελέτης με τίτλο «Οδικός Χάρτης Μετάβασης για την ελληνική χημική βιομηχανία», που υλοποιήθηκε από τον ΙΟΒΕ με τη στήριξη του ΣΕΧΒ, υπάρχει έλλειψη των μεγάλων βιομηχανικών οικοσυστημάτων που υπάρχουν σε άλλες χώρες, ενώ υστέρηση υπάρχει και στις υποδομές.
Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς είναι μικρό, ενώ ισχυρός είναι ο ανταγωνισμός από τις εισαγωγές από γειτονικές χώρες που δεν εφαρμόζουν την αυστηρή ευρωπαϊκή νομοθεσία. Επίσης, το κόστος κεφαλαίου είναι υψηλότερο, η αδειοδότηση των εγκαταστάσεων, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, παρουσιάζει δυσκολίες και καθυστερήσεις, ενώ χαμηλός είναι και ο βαθμός έρευνας και καινοτομίας, ο οποίος επηρεάζει και τις δυνατότητες εξαγωγών. Πολλές ΜμΕ έχουν ανάγκη συστηματικής πληροφόρησης για τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά εργαλεία για να μην υπάρχει δυσκολία στον εντοπισμό και την αξιοποίηση χρηματοδοτικών ευκαιριών.
Μεγάλη πρόκληση αποτελεί η εξεύρεση πόρων και συνεργειών στην καινοτομία, πέραν των θεμάτων που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ αναφορικά με την ανάγκη της γρήγορης προσαρμογής στις πολλαπλές απαιτήσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Το πλήθος μικρών επιχειρήσεων στον κλάδο, χωρίς διάθεση συγχωνεύσεων και έλλειψη συνεργατικής κουλτούρας συνεπάγεται μικρή κλίμακα που αντανακλάται σε χαμηλό R&D και περιορισμένη δυνατότητα συμμόρφωσης προς το ρυθμιστικό πλαίσιο. Επιπλέον, η γραφειοκρατία και η δυσκολία ενημέρωσης για την ύπαρξη ευρωπαϊκών εργαλείων που απαιτούν και διεθνείς συνεργασίες, περιορίζει την πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Συγχρόνως, ακόμη και οι μεγαλύτερου μεγέθους και πιο σύγχρονες επιχειρήσεις, έχουν να διαχειριστούν το πρόβλημα του brain drain σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης.
Προβλήματα και Προκλήσεις
• Ανταγωνισμός: Η ελληνική χημική βιομηχανία έρχεται αντιμέτωπη με ανταγωνισμό από χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής, όπως η Κίνα και η Τουρκία.
• Περιβαλλοντικές ανησυχίες: Είναι απαραίτητη η περαιτέρω υιοθέτηση υπεύθυνων πρακτικών και η τήρηση αυστηρών περιβαλλοντικών προτύπων.
• Ανεπάρκεια προσωπικού: Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη του κλάδου.
• Αστάθεια: Η οικονομική αστάθεια επηρεάζει αρνητικά το επενδυτικό κλίμα, δυσχεραίνοντας την υλοποίηση νέων έργων και την υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων.
• Ρυθμιστικά εμπόδια: Η Ελληνική χημική βιομηχανία αντιμετωπίζει ρυθμιστικά εμπόδια που περιλαμβάνουν την περιορισμένη ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, την καθυστερημένη εναρμόνιση κατά περίπτωση προς την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, την πληθώρα κανονιστικών απαιτήσεων και τη διαρκή ανανέωση/επικαιροποίησή τους, καθώς και τις καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις λόγω αυξημένης γραφειοκρατίας.
Η συλλογή και η πρόσβαση σε δεδομένα είναι καίριας σημασίας για τη δημιουργία ενός αξιόπιστου κανονιστικού πλαισίου και η ψηφιοποίηση προσφέρει εξαιρετικές λύσεις στη διαχείριση των δεδομένων χρήσιμων για το κλίμα, την κυκλική οικονομία κ.λπ.
Προοπτικές και Ευκαιρίες
• Αύξηση παγκόσμιας ζήτησης: Η παγκόσμια ζήτηση για χημικά προϊόντα αναμένεται να αυξηθεί, ιδιαίτερα στους τομείς τροφίμων, φαρμάκων και κατασκευών.
• Παραγωγή εξειδικευμένων προϊόντων: Η στροφή προς αυτή την κατεύθυνση υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως φαρμακευτικών ουσιών, μπορεί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής χημικής βιομηχανίας.
• Χρήση τεχνολογίας: Η αξιοποίηση των τεχνολογικών εξελίξεων δύναται να συμβάλει στην ανάπτυξη φιλικότερων προς το περιβάλλον χημικών διεργασιών και στην παραγωγή βιώσιμων προϊόντων.
• Βελτίωση οικονομικού πλαισίου: Η περαιτέρω βελτίωση του οικονομικού πλαισίου θα έχει ως αποτέλεσμα να προσελκύσει επενδύσεις, να ενθαρρύνει την υλοποίηση καινοτόμων έργων και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.
• Αντιμετώπιση των ρυθμιστικών εμποδίων: Στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων θα βοηθούσε μια πιο αποτελεσματική και προβλέψιμη νομοθεσία, με την αρωγή της βιομηχανίας σε θέματα ορισμών, εννοιών και μεθόδων η δημιουργία ειδικής υποστήριξης προς τις ΜμΕ για την εφαρμογή της νομοθεσίας, κ.ά.
Η πράσινη πρόκληση της εγχώριας βιομηχανίας
Η χημική βιομηχανία στην Ελλάδα αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην ιστορία του κλάδου, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Καλείται να επενδύσει δισεκατομμύρια για να αλλάξει τον τρόπο παραγωγής αλλά και το είδος των παραγόμενων προϊόντων σε λιγότερο από 30 χρόνια, με στόχο να καταστεί κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2050. Παράλληλα, όμως, πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστική, παρά το ασταθές οικονομικό περιβάλλον, ώστε να συνεχίσει να προμηθεύει σημαντικές αλυσίδες αξίας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Όμως στην αφετηρία για την πράσινη μετάβαση η χημική βιομηχανία υστερεί λόγω της αποεπένδυσης κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, στις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, το χαμηλό επίπεδο των οποίων αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα της Ελληνικής Μεταποίησης, στο υψηλό κόστος συμμόρφωσης με τις κανονιστικές ρυθμίσεις, το οποίο καθίσταται απαγορευτικό από ένα μέγεθος επιχείρησης και κάτω, ενώ η υψηλή συγκέντρωση των αγορών ενέργειας και πρώτων υλών καθιστά τις επιχειρήσεις ευάλωτες.
Η πραγματικότητα είναι ότι η χημική βιομηχανία βρίσκεται σε μια δυναμική φάση, όπου οι προκλήσεις συναντώνται με τις ευκαιρίες. Μάλιστα παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, διαθέτει σημαντικό δυναμικό και προοπτικές να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις.